.
«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ»
(Ἡσαΐου 9, 6).
Ἡ ἀνά τά πέρατα τῆς οἰκουμένης Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερον μυστήριον ἀνήκουστον καί παράδοξον. Πανηγυρίζει γεγονός ὑπερβαῖνον τήν ἀνθρωπίνην διάνοιαν καί δύναμιν. Διαλαλεῖ τό γεγονός τῆς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως πρός τόν ἄνθρωπον. Βιώνει καί πάλιν τήν ἀλήθειαν ὅτι ὁ Θεός, ὁ ἐξ ἀγάπης πλάσας τόν ἄνθρωπον, δέν ἐγκατέλειψεν αὐτόν ἀποστατήσαντα καί πορευόμενον εἰς τάς ἀδιεξόδους ὁδούς τῆς πλάνης, τῆς ἀπάτης καί τῆς φθορᾶς. Ὁ Θεός Πατήρ ἐξ ἄκρας φιλανθρωπίας ἐνεργῶν, ἀπέστειλεν ἐπ΄ ἐσχάτων τῶν χρόνων, ἐπί Ρωμαίου αὐτοκράτορος Καίσαρος Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ εἰς τόν κόσμον, « ἵνα σώσῃ τόν κόσμον» (Ἰω. 12, 47). Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» ( Ἰω. 1, 14), «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπου ἐγένετο, καί σχήματι ὡς ἄνθρωπος εὑρέθη» (Φιλιππ. 2, 7 ).Τό μυστήριον τοῦτο τό πρῶτον ἐν Ναζαρέτ ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ εἰς Παρθένον κόρην εὐηγγελίσθη, ὅτι συμφώνως πρός τήν τοῦ Ἡσαΐου πρόρρησιν: «ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται Υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ
Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. 1, 23 ).
Τό μυστικῶς εὐαγγελισθέν εἰς Ναζαρέτ, εἰς τήν πόλιν ταύτην τῆς Βηθλεέμ ἐμφανέστερον εἰς τούς ἀνθρώπους ἀπεκαλύφθη. Εἰς τό ἀπέριττον Θεοδέγμον τοῦτο σπήλαιον ὁ Χριστός ἐκ τῆς Παρθένου ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων ἐτέχθη καί ὑπ΄ αὐτῆς ὡς βρέφος ἐσπαργανώθη (Λουκ. 2, 6-7). Εἰς τοῦτο, μάγοι ἐξ Ἀνατολῶν ὑπό ἀστέρος ὁδηγούμενοι, τά δῶρα αὐτῶν τῷ τεχθέντι βασιλεῖ προσήνεγκον (Ματθ. 2, 12). Εἰς τοῦτο ποιμένες ἀγραυλοῦντες, ἐκ τῆς ὁμόρου κώμης τῶν ποιμένων προσελθόντες, «βρέφος ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ εἶδον» (Λουκ. 1, 12-13). Εἰς τούς οὐρανούς τῆς πόλεως ταύτης ἄγγελοι τήν γέννησιν τοῦ ἄρχοντος τῆς εἰρήνης τρανῶς διελάλησαν διά τοῦ: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνης, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» ( Λουκ. 2, 14 ).
Τό γεγονός τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως καί τόν τόπον τοῦτον τῆς αὐτοῦ ἀποκαλύψεως ἀοίδιμοι Πατριάρχαι τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καί εὐσεβεῖς Βυζαντινοί αὐτοκράτορες, ὡς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἡ Ἁγία Ἑλένη, ὁ Ἰουστινιανός καί Ἐμμανουήλ ὁ Κομνηνός, ἐτίμησαν διά τῆς μεγαλειώδους ταύτης Βασιλικῆς, τοῦ σεμνώματος τούτου τῆς Ἁγίας Γῆς καί τῆς πόλεως τῆς Βηθλεέμ.
Εἰς τοῦτον τόν ναόν ὡς καί εἰς πάντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς δικαιοδοσίας ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπετέλεσεν ἀνά τούς αἰῶνας τό ἁγιαστικόν, λυτρωτικόν, εἰρηνευτικόν καί συνδιαλλακτικόν ἔργον τοῦ Ἱδρυτοῦ αὐτῆς. Ἐπετέλεσε τοῦτο κηρύσσουσα ἐνανθρώπησιν, ἤτοι λατρεύουσα Χριστόν «οὐχί ὡς θεοφόρον ἄνθρωπον, ἀλλ’ ὡς σωματωθέντα Θεόν», κατά τόν θεοφόρον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας καί Γρηγόριον Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶν.
Τοῦτον τόν λόγον τόν σωτήριον, ὅτι «Θεός ἐνηνθρώπησε, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ἑπόμενοι τοῖς Πατράσι ἡμῶν καί ἐπευλογοῦντες Πατριαρχικῶς καί Πατρικῶς, κηρύσσομεν καί Ἡμεῖς σήμερον ἀπό τῶν κόλπων τῆς Μητρός τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀπό τοῦ Θεοδέγμονος τούτου Σπηλαίου, εἰς τό ποίμνιον Ἡμῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ καί ὁπουδήποτε καί εἰς πάντα ἄνθρωπον. Κηρύσσομεν Θεοῦ συγκατάβασιν καί ἀνθρώπου πρόσληψιν καί υἱοθεσίαν. Θεοῦ πτωχείαν καί κένωσιν καί ἀνθρώπου πλοῦτον καί πλήρωσιν. Εἰρήνην τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς. Δικαιοσύνης μάθησιν εἰς τούς ἐνοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς. Σεβασμόν τῆς ἐλευθερίας ἑκάστου ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐθνικῶν γεωγραφικῶν ὁρίων ἑκάστου λαοῦ, ὡς «ὁ Θεός ὥρισε τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. 17, 26).
Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει Βηθλεέμ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2010.
Διάπυρος πρός Κύριον Εὐχέτης,
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Δυστυχώς, τα προβλήματα τα οποία υπάρχουν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δεν είναι πρόσφατα, αλλά παρατηρούνταν ακόμη και από την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στους Αγίους Τόπους και στα μετέπειτα χρόνια, όταν μερικοί αμφισβητούσαν το εκκλησιαστικό και ελληνορωμαίικο status quo της περιοχής, αλλά τελικά επικυρώνονταν στην κυριαρχία των Ελλήνων-Ρωμιών της Αγιοταφικής Αδελφότητας. Οποιος μελετήσει την ιστορία του θέματος, θα αντιληφθεί το πρόβλημα που κατά καιρούς ανέκυπτε.
Σκεπτόμενος το θέμα, κατέληξα σε μερικές διαπιστώσεις, τις οποίες παραθέτω προς ευρύτερη συζήτηση και μελέτη των παραμέτρων και επεξεργασία τους από τους ειδικούς, η οποία ίσως να αποτελεί μια πιθανή λύση του προβλήματος. Κανένας δεν είναι αλάθητος, αλλά όλοι μας μπορούμε να προσφέρουμε τις σκέψεις μας για την καλύτερη επίλυση των θεμάτων από τους ειδήμονες και τους έχοντες αρμοδιότητα.
1. Η ιδανική κατάσταση
Η ιδανική κατάσταση η οποία θα έπρεπε και θα μπορούσε να επικρατεί στο παλαίφατο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είναι η οικουμενικότητα στη διοίκηση και στην ποιμαντική διακονία, μέσα στο «πνεύμα» της ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και της Ρωμιοσύνης. Αυτό σημαίνει ότι οι αραβόφωνοι και ελληνόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί θα αποτελούσαν ένα ποίμνιο και οι καταλληλότεροι από αυτούς, χωρίς διακρίσεις από πλευράς γλώσσας και καταγωγής, θα γίνονταν κληρικοί, επίσκοποι και πατριάρχες. Αυτός θα ήταν ο ιδανικός σκοπός και η ύψιστη προοπτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
2. Τα υπάρχοντα προβλήματα
Η ιδανική και επιθυμητή αυτή κατάσταση, ιδιαιτέρως σήμερα με τα νέα δεδομένα που υφίστανται στην περιοχή, δεν μπορεί να επικρατήσει, γιατί ασκούνται διάφορες πολιτικές πιέσεις. Για παράδειγμα: η πλειονότητα της Αγιοταφικής Αδελφότητος είναι ελληνικής καταγωγής και το ποίμνιο είναι αραβόφωνο (Αραβες, Παλαιστίνιοι και Ιορδανοί) και έχουν πολιτική αναφορά στις δικές τους εθνικές διοικήσεις. Επειτα, η de jure διοίκηση του Πατριαρχείου προϋποθέτει να εξασκείται με τον ιορδανικό νόμο του 1958, ο οποίος όμως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, λόγω της de facto ισραηλινής κυριαρχίας. Ακόμη, οι Ποιμένες του Πατριαρχείου πρέπει να υποστηρίζουν τα δίκαια του αραβόφωνου ποιμνίου τους, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την κυβέρνηση του Ισραήλ, και όταν δεν το κάνει, για να μην εμπλακεί ακόμη περισσότερο στις πολιτικές διενέξεις, τότε προδίδει το ποίμνιό της. Επιπλέον, η καταγραφή της περιουσίας του Πατριαρχείου και η διατήρησή της ή η απόκτησή της από άλλους συνδέεται στενά με τη μελλοντική διευθέτηση του Μεσανατολικού ζητήματος.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Εκκλησία στην περιοχή αυτή εμπλέκεται οπωσδήποτε στις πολιτικές και εθνικιστικές πιέσεις, χάνοντας το σωτηριώδες και απολυτρωτικό της έργο, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων, για τους οποίους σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός, και μετατρέπεται σε μια εγκοσμιοκρατική Θρησκεία, η οποία χειρίζεται πολιτικές και εθνικιστικές σκοπιμότητες, προσπαθώντας να κρατήσει πολλές ισορροπίες.
3. Η πιθανή λύση
Παρατηρώντας αυτό το γεγονός, διαπιστώνω ότι υπάρχουν δύο πιθανές λύσεις:
Η πρώτη να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, με αποτέλεσμα να εμπλέκεται το Πατριαρχείο στις διαμάχες της περιοχής με πιθανότητα, αν και δύσκολα, να καταλήξει στην «αραβοποίηση», αφού το ποίμνιό του αποτελείται από Αραβες, Ιορδανούς, Παλαιστινίους και ελαχίστους Ελληνες και κατ' αυτόν τον τρόπο να ανατραπεί και να μετατραπεί το εκκλησιαστικό προσκυνηματικό status quo στην περιοχή αυτή. Στην περίπτωση αυτή, τα προβλήματα θα οξυνθούν ακόμη περισσότερο, λόγω της κυριαρχίας του Ισραήλ.
Η δεύτερη πιθανή λύση - και η πιο ριζοσπαστική - είναι να παραμείνει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, όπως χαρακτηρίζεται, ως «Ελληνορθόδοξον (Ρουμ Ορθοντοξ) Πατριαρχείον», ή «Μοναστήριον του Παναγίου Τάφου», ή «Αγιοταφική Αδελφότης», ή «Ελληνορθόδοξον (Ρουμ Ορθοντοξ) Μοναστήριον», και θα διοικεί τα προσκυνήματα, χωρίς να εμπλέκονται στη διοίκηση οι αραβόφωνοι ορθόδοξοι. Αλλωστε, τα φιρμάνια κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας εκδίδονταν για τους Ελληνες και η δικαιοδοσία αυτή συνεχιζόταν και κατά τους νεότερους χρόνους, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Οθωμανούς. Αυτό σημαίνει ότι η Αγιοταφική Αδελφότητα θα αποτελείται από Ελληνες, το Πατριαρχείον θα διοικείται από Ελληνες, τα προσκυνήματα θα παραμείνουν ως Ιερές Μονές-Προσκυνήματα της Αγιοταφικής Αδελφότητας, θα δέχονται τους προσκυνητές και φυσικά το Πατριαρχείο θα ποιμαίνει αυτούς που θα θελήσουν, με δική τους πρωτοβουλία, να ανήκουν στα ιερά αυτά προσκυνήματα-μοναστήρια.
Η τελευταία αυτή λύση έχει πολλά πλεονεκτήματα. Το ένα είναι ότι δεν θα υπονομευθεί το εκκλησιαστικό status quo στην περιοχή αυτή, γιατί διαφορετικά, αν παρ' ελπίδα αραβοποιηθεί το Πατριαρχείο, τότε τα προβλήματα θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Το άλλο πλεονέκτημα είναι ότι η Εκκλησία θα απεμπλακεί από τις πολιτικές πιέσεις οι οποίες ασκούνται και θα ασκηθούν ακόμη περισσότερο στην εύθραυστη και επικίνδυνη αυτή περιοχή. Ετσι, η αναγνώριση του εκλεγέντος κάθε φορά πατριάρχου από τις εμπλεκόμενες πολιτικές και εθνικές διοικήσεις, δεν θα στηρίζεται σε πολιτικά και εθνικά κίνητρα, αλλά και δεν θα χρειάζεται να γίνει αναγνώριση. Επιπλέον θα δοθεί η δυνατότητα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να είναι παράγων ειρήνης στην περιοχή, γιατί θα εκτελεί το εκκλησιαστικό έργο του ελεύθερο, χωρίς να εμπλέκεται σε πολιτικές και εθνικιστικές σκοπιμότητες.
Στο υφιστάμενο, λοιπόν, δίλημμα, αραβοποίηση ή διατήρηση του ήδη υπάρχοντος εκκλησιαστικού status quo - λειτουργία των προσκυνημάτων ως μοναστηριών υπό ελληνορθόδοξη διοίκηση - θα πρέπει ασφαλώς να προτιμηθεί το δεύτερο, που θα διαδραματίσει έναν ευεργετικό ρόλο στην περιοχή αυτή και θα διασώσει κατά τον καλύτερο τρόπο την εκκλησιαστικότητα του Πατριαρχείου, το οποίο θα λειτουργεί ως «Μέγα Μοναστήρι».
4. Αραβόφωνες εκκλησιαστικές διοικήσεις
Φυσικά, μια τέτοια λύση θα εξετάσει και τις άλλες εκκλησιαστικές παραμέτρους, όπως τα ενδεχόμενα εκκλησιαστικά σχίσματα που θα αναφυούν. Νομίζω, όμως, ότι το μείζον είναι να διατηρηθούν τα προσκυνήματα και τα μοναστήρια της περιοχής αυτής στην Ελληνορθόδοξη Αδελφότητα, ανεξάρτητα από πολιτικές σκοπιμότητες και εκατέρωθεν εθνικιστικές πιέσεις. Παραλλήλως, όμως, θα πρέπει να εξετασθεί και το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν στην Ιορδανία και την Παλαιστίνη ιδιαίτερες αυτόνομες-αυτοδιοίκητες εκκλησιαστικές διοικήσεις - όπως με σοφία και διάκριση έκανε στο παρελθόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις σλαβικές και βαλκανικές χώρες - ή ημιαυτόνομες διοικήσεις - όπως λειτουργεί η Εκκλησία της Κρήτης. Στις διοικήσεις αυτές, με οποιαδήποτε μορφή, θα ποιμαίνουν Αραβες, Ιορδανοί και Παλαιστίνιοι κληρικοί-επίσκοποι, κάτω από τη γενική ή ειδική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Το άρθρο αυτό δεν θέλει να επιλύσει τα θέματα, αλλά παρουσίασε μία δυνατότητα ριζοσπαστικής λύσης, η οποία θα αξιοποιηθεί κατάλληλα από τη συνεργασία μεταξύ Πατριαρχείου, ελληνικής κυβερνήσεως και ισραηλινής κυβερνήσεως, για την απεμπλοκή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων από την κρίση, η οποία δεν είναι σύγχρονη αλλά διαχρονική και αναμένεται δυστυχώς να οξυνθεί.