Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


                                                 
 Στη Γέννηση του Χριστού, που γιορτάζουμε σήμερα, αναφέρονται δύο από τους τέσσερις ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και ο Λουκάς. Αυτό δεν πρέπει να παραξενεύει αν σκεφτεί κανείς ότι τα ευαγγέλια δεν είναι βιογραφίες του Ιησού. Όπως είναι γνωστό, τα ευαγγέλια περιέχουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι ήρθε ο Σωτήρας του κόσμου, και δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα των μελών των πρώτων χριστιανικών  κοινοτήτων .
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά η δομή της αφήγησης ακολουθεί την εξής πορεία (Λκ. 2,1-20): Αρχικά γίνεται λόγος για την απογραφή που είχε διατάξει ο αυτοκράτορας της Ρώμης Οκταβιανός Αύγουστος σε όλη τη ρωμαϊκή οικουμένη. Αυτό είναι το εφαλτήριο που χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής για να μιλήσει στη συνέχεια για τη μετάβαση του Ιωσήφ και της Μαρίας από τη Ναζαρέτ στην πόλη του Δαβίδ, τη Βηθλεέμ, με σκοπό να απογραφούν. Εδώ γεννιέται ο Ιησούς που η Θεοτόκος τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σε ένα παχνί, γιατί δε βρήκαν μέρος στο πανδοχείο.
Ακολουθεί κατόπιν η αναφορά στους βοσκούς που έμεναν στο ύπαιθρο, για να φυλάνε τα κοπάδια τους. Σε αυτούς εμφανίστηκε ο άγγελος Κυρίου που τους φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα για τη γέννηση του Θεανθρώπου. Τους δίνει και σημάδι για να τον αναγνωρίσουν, ενώ παρουσιάστηκε ένα πλήθος αγγέλων που υμνούσαν το Θεό. Οι βοσκοί κατόπιν πήγαν και βρήκαν το βρέφος στο παχνί και το προσκύνησαν. Ταυτόχρονα διηγήθηκαν και τα λόγια που είχε πει ο άγγελος για το παιδί. Όλοι έμειναν έκπληκτοι ενώ η Μαρία τα σκέπτονταν συνεχώς. Τέλος, οι βοσκοί γύρισαν στα κοπάδια τους δοξολογώντας τον Κύριο γι’ αυτά που άκουσαν και είδαν.

***
Η μεγαλοπρέπεια της διήγησης του Λουκά είναι φανερή σε όλο το κείμενο. Όλα δείχνουν ότι μιλάει για τη γέννηση ενός βασιλιά, που ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στην αρχή της αφήγησης παρουσιάζει ένα γεγονός που αφορά όλους, την απογραφή, που τη συνδέει με τη γέννηση του Χριστού. Δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει την καταγραφή των γεγονότων, αναφέροντας το πρόσωπο του αυτοκράτορα της Ρώμης. Αυτός θεωρούνταν ο κυρίαρχος της οικουμένης. Στο κείμενο όμως γίνεται σε αυτόν μόνο μία απλή αναφορά. Εμπρός δηλαδή στο παιδί που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ δεν έχει καμία αξία. Εξυπηρετεί και αυτός το θείο σχέδιο για τη γέννηση του Μεσσία στην πόλη του ένδοξου βασιλιά του βιβλικού Ισραήλ, τη Βηθλέεμ.
Εντυπωσιακή είναι στο κείμενο η παρουσία των αγγέλων που ψάλλουν ύμνους προς τιμήν  του νεογέννητου. Στην Παλαιά Διαθήκη, ύμνους για το βασιλιά έψαλλαν οι ιερείς. Ειδικά κατά την τελετή της ενθρόνισής του ακούγονταν οι ψαλμοί 2 και 110 που αργότερα απέκτησαν και μεσσιανικό χαρακτήρα. Στη γέννηση όμως του Χριστού ο ύμνος ακούγεται από τα στόματα των αγγέλων που τονίζουν τα καλά που έφερνε μαζί του ο Σωτήρας: «Ειρήνη στη γη, αγάπη και σωτηρία στους ανθρώπους».
Ακόμη και η γέννηση στη φάτνη είναι ένα σημείο ότι το παιδί που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ είναι ξεχωριστό. Φανερώνει ότι δε μοιάζει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η γέννηση και η παιδική ηλικία των μεγάλων μορφών της Βιβλικής Ιστορίας συνδέονταν με κάτι ιδιαίτερο. Έτσι ο Μωυσής μετά τη γέννησή του μπαίνει σε ένα καλάθι και αφήνεται στα νερά του Νείλου, ο Ισαάκ προσφέρεται  ως θυσία και ο Ιωσήφ πωλείται από τους αδελφούς του στους δουλέμπορους που τον μεταφέρουν στην Αίγυπτο. Η τοποθέτηση δηλαδή του Ιησού στη φάτνη δείχνει πως πρόκειται για μία μεγάλη μορφή, που η γέννησή του συνοδεύτηκε από παράδοξα γεγονότα.
Οι βοσκοί έχουν και αυτοί έναν ειδικό ρόλο στην αφήγηση της γέννησης. Αποτελούν τους μάρτυρες που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τα θαυμαστά που συνόδεψαν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Κανένας δηλαδή δε μπορεί να αμφισβητήσει το κείμενο του Λουκά, γιατί μπορούν να το πιστοποιήσουν τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν, και γεύτηκαν με τις αισθήσεις τους την είσοδο του θεϊκού στοιχείου μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν αποδεικνύουν ότι ο Λουκάς χρησιμοποιεί τις πηγές του για να περιγράψει τη λαμπρή γέννηση του Μεσσία. Η μεγαλοπρέπεια είναι παντού έκδηλη. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο κήρυκας της γέννησης του Σωτήρα σε έναν κόσμο που είχε πολλές απαιτήσεις, του ελληνορωμαϊκού, τον οποίο καλούσε να δεχτεί το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας του Θεού

Η Γέννηση του Χριστού και οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης

Διαβάζοντας κάποιος την αφήγηση του Ματθαίου για τη γέννηση του Ιησού Χριστού παρατηρεί πως ο ευαγγελιστής τεκμηριώνει τα γραφόμενά του χρησιμοποιώντας προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμενος στις αμφιβολίες του Ιωσήφ, που επιθυμούσε να διακόψει τον αρραβώνα του με τη Μαρία, όταν διαπίστωσε την εγκυμοσύνη της (Ματθ. 1,18-21), κλείνει τη σχετική ενότητα, χρησιμοποιώντας την παρακάτω προφητεία του Ησαΐα (Ησ. 7,14), με προφανή στόχο να διαλύσει τις αμφιβολίες των αναγνωστών του σχετικά με τη θαυματουργή σύλληψη του Ιησού:
«ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ματθ. 1,23 Μετάφραση: Να η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ).

πηγή:http://www.zoiforos.gr

Στη συνέχεια, αναφερόμενος στην προσπάθεια του Ηρώδη να πληροφορηθεί τον τόπο γέννησης του Μεσσία, το κείμενο χρησιμοποιεί την προφητεία από το βιβλίο του Μιχαία (Μιχ. 5,1), που αναφέρεται στη Βηθλεέμ:

«και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ» (Ματθ. 2,6) 

Μετάφραση: Και εσύ Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα δεν είσαι διόλου ασήμαντη ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα, γιατί από σένα θα βγει αρχηγός, που θα οδηγήσει το λαό μου, τον Ισραήλ).
Η φυγή στην Αίγυπτο του Ιωσήφ, της Θεοτόκου και του Ιησού τεκμηριώνεται με προφητεία που ο Ματθαίος δανείζεται από τα βιβλίο του Ωσηέ (Ωσ. 11,1):
«εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ματθ. 2,15 Μετάφραση: Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου).
Τέλος, η σφαγή των νηπίων, που συνδέεται με την προσπάθεια του Ηρώδη να ανακαλύψει το βρέφος Ιησού, δίνει την ευκαιρία στον πρώτο Ευαγγελιστή να αναφέρει την εξής προφητεία που την αποδίδει στον Ιερεμία (Ιερ. 31,15) :

 «φωνή εν Ραμά ηκούσθη, κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελεν παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ματθ. 2,18

Μετάφραση:

Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, κλάματα και στεναγμός βαρύς, για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ και πουθενά δε βρίσκει παρηγοριά, γιατί δεν υπάρχουν πια στη ζωή).
Η χρήση των παραπάνω προφητειών από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο είναι γεγονός αυτονόητο, αφού τα βιβλία που απαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη, είναι μέρος του χριστιανικού κανόνα. Εντούτοις, θα πρέπει αυτές να τοποθετηθούν μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, για να γίνει η απόλυτη διασάφησή τους, ενώ είναι απαραίτητο να ερευνηθούν και οι λόγοι που χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης για να τεκμηριωθούν οι αναφορές στη γέννηση του Χριστού. Καταρχήν είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο Ματθαίος θεωρεί πολύ σημαντική την παράθεση των παλαιοδιαθηκικών χωρίων παράλληλα με την αφήγηση των γεγονότων από τη ζωή και τη δράση του Ιησού.
* * *
Για τα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, στις οποίες ανήκαν και οι Ευαγγελιστές, η χριστολογική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης ήταν αυτονόητη. Αυτό σημαίνει πως το κέντρο της, για τους χριστιανούς συγγραφείς, είναι ο Ιησούς Χριστός, ενώ ο σκοπός των συντακτών της ήταν να τονίσουν την προετοιμασία της ανθρωπότητας για να τον υποδεχτεί. Αυτή η θέση προβάλλεται σε έργα των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Έτσι, για παράδειγμα, στο υπόμνημα στο Άσμα Ασμάτων του Ιππόλυτου, που ήταν επίσκοπος στη Ρώμη, ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης και τα Ευαγγέλια θεωρούνται πως έχουν κοινό στόχο, ενώ ο Μωυσής ονομάζεται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα Θεολόγος και Προφήτης (Στρωματείς 1,22).
Η προφητεία του Ησαΐα που χρησιμοποιεί ο Ματθαίος, ανήκει στο πρώτο μέρος του βιβλίου του προφήτη. Οι ειδικοί ερευνητές το έχουν ονομάσει «Πρωτοησαΐας» και σε αυτό θεωρείται πως περιέχονται λόγοι που η αρχική τους καταγραφή έγινε τον 8ο αι. π.Χ. Είναι μία εποχή δύσκολη για το Νότιο βασίλειο των Ισραηλιτών, το οποίο, εκτός από την απειλή, που προβάλλει εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων της Ασσυριακής υπερδύναμης, έχει να αντιμετωπίσει και το συνασπισμό του βασιλιά της Συρίας Ρεσίν και του βασιλιά του Βορείου βασιλείου Πεκάχ (735-732 π.Χ.). Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι δύο ηγεμόνες προσπαθούν να δημιουργήσουν μία συμμαχία μαζί με το βασιλιά του Ιούδα Άχαζ (741-725) εναντίον του Ασσύριου αυτοκράτορα Τιγλάθ πιλεσέρ Γ΄ (745-727). Ο Άχαζ όμως είναι αναποφάσιστος, προτιμάει την ουδετερότητα και ενημερώνει, όπως φαίνεται, τους Ασσύριους. Ξεσπάει τότε ο συροεφραϊμιτικός πόλεμος (π. 734), ενώ ο Ησαΐας διαφοροποιείται από την πολιτική του Άχαζ. Σε αυτό το πλαίσιο της αντιπαράθεσης ανήκει και η προφητεία του για τον Εμμανουήλ, που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αναφερόμενος στα γεγονότα της γέννησης του Χριστού.
Η προφητεία του βιβλίου του Μιχαία για την καταγωγή του Μεσσία από τη Βηθλεέμ φαίνεται να προέρχεται από τη μεταιχμαλωσιακή εποχή (δηλαδή την εποχή που ακολούθησε τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία). Μέσα σε ένα κλίμα που τόνιζε την ιδέα της αποκατάστασης του λαού από το Θεό, αναδεικνύεται η ιδέα του απεσταλμένου Του που θα φέρει τη λύτρωση. Σαν τόπος γέννησής του προβάλλεται η Βηθλεέμ, που συνδέονταν με τον ένδοξο ηγέτη του Ισραήλ, τον Δαβίδ. Ο Μεσσίας, σύμφωνα με το βιβλίο του Μιχαία, θα είναι ένας ειρηνικός ποιμένας που θα φέρει την αγάπη και τη συναδέλφωση σε όλους τους ανθρώπους.
Η προφητεία που συνδέεται με τη φυγή στην Αίγυπτο ανήκει, όπως έχει τονιστεί, στο βιβλίο του Ωσηέ. Ο προφήτης κάνει μία σύντομη ανακεφαλαίωση στην ιστορία του λαού του Θεού για να δείξει πως η αγάπη είναι βασική ιδιότητά Του. Αν και οι άνθρωποι απομακρύνονταν από το δρόμο Του, αυτός τους κρατούσε με την καλοσύνη και την αγάπη.
Τέλος, στο επεισόδιο της σφαγής των νηπίων, χρησιμοποιείται η προφητεία του Ιερεμία (Ιερ. 31,15, Ο΄38,15) για την επιστροφή των τέκνων της Ραχήλ. Αν και αρχικά παρατίθεται από τον προφήτη ο θρήνος για την καταστροφή, στη συνέχεια ακούγεται ο παρηγορητικός λόγος του Θεού.
Δεν αποκλείεται η κοινότητα του ευαγγελιστή Ματθαίου να είχε μία συλλογή από μεσσιανικές προφητείες, σαν αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η οποία χρησιμοποιούνταν ανάλογα με την περίσταση. Όλες φαίνεται να προέρχονται από τη μετάφραση των Ο΄ (Εβδομήκοντα. Είναι η μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα), και όχι από το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο. Οπότε το πιο πιθανό είναι τα μέλη της κοινότητας να ήταν ελληνιστές Ιουδαίοι. Σαν τόπο κατοικίας τους πολλοί ερευνητές δέχονται την Αντιόχεια.
Ο λόγος για τον οποίο ο Ευαγγελιστής χρησιμοποιεί τις μεσσιανικές προφητείες στην αφήγηση της γέννησης του Ιησού, αλλά και σε άλλα μέρη του Ευαγγελίου του, εξηγείται από τον ίδιο: Η εκπλήρωσή τους έχει ήδη γίνει με την έλευση του Κυρίου στη γη. Επομένως τα γεγονότα, όπως η γέννηση του Ιησού, παρατίθενται, για να αποδείξουν την πραγματοποίηση των παλαιοδιαθηκικών λόγων, μέσα βέβαια σε ένα πλαίσιο χριστολογικής ερμηνείας τους.
Ο Ματθαίος με αυτό τον τρόπο ενώνει τις δύο Διαθήκες και φανερώνει πως αφηγούνται το ίδιο γεγονός, που είναι οι ενέργειες του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τοποθετώντας τις προφητείες, που περιέχονται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στο σώμα του Ευαγγελίου του, φανερώνει πως αυτή είναι ένα χριστιανικό βιβλίο, και δίνει έτσι απάντηση σε όλους αυτούς που αμφισβητούν τη θέση της στον κανόνα των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού.
(Βιβλιογραφική σημείωση: Για το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποίησα την έκδοση Biblia Hebraica Stuttgartensia, Stuttgart 1990. Για την απόδοσή του στην ελληνική το έργο των Μιλτιάδη Κωνσταντίνου και Βασιλείου Τσάκωνα, Η Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση από τα πρωτότυπα εβραϊκά κείμενα, Αθήνα 1997. Για τη μετάφραση των Ο΄ το Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄. Επιστημονική επιμέλεια A. Rahlfs, Αθήναι 1981.
- Για τους στίχους της Καινής Διαθήκης, χρησιμότατη αποδείχτηκε, για μία ακόμη φορά η μετάφραση που έχουν κάνει οι Σ. Αγουρίδης, Π. Βασιλειάδης, Ι. Γαλάνης, Γ. Γαλίτης, Ι. Καραβιδόπουλος, Β. Στογιάννος (Αθήνα 1985. Προσωπικά τη θεωρώ την καλύτερη ).
Πολλές πληροφορίες πήρα από το έργο του Rainer Albertz , Ιστορία της θρησκείας του Ισραήλ κατά τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης, μετ. Πολυξένη Αντωνοπούλου, Αθήνα 2006 και από το έργο του Gunneweg Antonius A. Η ιστορία του Ισραήλ έως την εξέγερση του Βαρ-Κοχβά, μετ. Ιωάν. Χ. Μούρτζιος, Θεσσαλονίκη 1997)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου