Τρίτη 4 Μαΐου 2010

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ- ΜΕΓΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.



Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ.
Ή Ιερά Μονή Παρακλήτου, ευρισκομένη εις τον Ωρωπό Αττικής, εξέδωσε  θαυμάσιο και διαφωτιστικών βιβλίο, υπό τον ως άνω τίτλο, το όποιον και παραθέτομε εν συνεχεία προς ευρυτέρα διαφώτιση του πιστού λαού του Κυρίου.

Πρόλογος

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ προσπάθειες για την επαναπροσέγγιση του χριστιανικού κόσμου είναι φυσικό να έχουν ευρύτατη απο­δοχή, επειδή, αφενός, αποτελούν την ανθρώπινη συμβολή στην ιερή υπόθεση της ενότητας και, αφετέρου, διεξάγονται σε μια εποχή πού ό κόσμος, κατακερματισμένος από πολύμορφες αντιθέσεις, αναζητεί με αγωνία ενοποιητικά στοιχεία. Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα απογοητευτικά αναποτε­λεσματικές. Όχι μονό δεν εμπνέουν πλέον κα­μιά αισιοδοξία, αλλά και προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς έχουν γίνει ήδη κατάδηλες οι επιζήμιες συνέπειες τους: α) άμβλυνση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, διαιρέσεις και σχίσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας μας· β) σύγχυση, αποθάρρυνση και αποπροσανατολισμός στους ετεροδόξους πού αναζητούν την αυθεντικότητα της πίστεως.

Το κείμενο πού ακολουθεί αποτελεί έκφραση αυτής της ανησυχίας μας, αφού ό διάλογος ανάμεσα στην Ορθοδοξίας και τον Παπισμό* δε­σπόζει στις διαχριστιανικές σχέσεις και, επιπλέον, ή συνύπαρξη Ορθοδόξων και Παπικών στις πολυπολιτισμικές πλέον κοινωνίες μας λειτουργεί ως πρόκληση για κάθε ορθόδο­ξη συνείδηση.

Ακολουθώντας την πατερική μας παράδοση, ή οποία μας έχει διδάξει να «αγαπώμεν εν αλή­θεια» και να «αληθεύωμεν εν αγάπη», επιχει­ρούμε να σκιαγραφήσουμε με νηφαλιότητα και υπευθυνότητα το πρόσωπο του Παπισμού. Έτσι, πιστεύουμε, θα φωτιστούν τα αμετάθετα όρια της Εκκλησίας από την αίρεση, της αλήθειας από την πλάνη. Γιατί είναι γεγονός ότι τα όρια αυτά γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Όχι μόνο επειδή στη ζωή των Ορθοδόξων έχει υπεισέλθει ό δυτικός πολιτισμός, ό διαμορ­φωμένος από τον παραποιημένο Χριστιανισμό της Δύσεως, αλλά και επειδή στις μέρες μας διαδίδονται οι ιδέες και αντιλήψεις της «Νέας Εποχής», πού θέλει όλες τις θρησκείες να οδη­γούν εξίσου στον ίδιο τάχα Θεό.

Για τους Ορθοδόξους ή καθαρότητα της πίστεως αποτελεί το ασάλευτο θεμέλιο στον αγώνα τους για τη θέωση: Ή ορθή πίστη είναι •·τό μέγα και πρώτον της σωτηρίας φάρμακον» (όσιος Μάξιμος ό Ομολογητής). Άλλα και για τους ετεροδόξους αδελφούς μας ή ακριβής οριοθέτηση της αλήθειας δείχνει τον δρόμο της επιστροφής στον πατρικό τους οίκο, την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ή αποκοπή της δυτικής Χριστιανοσύνης από το σώμα της Εκκλησίας δεν προήλθε από διοι­κητικές ή εθιμικές απλώς διαφοροποιήσεις, αλλά από μια βαθιά αλλοίωση του εκκλησιαστι­κού βιώματος, ή οποία και δημιούργησε ένα χάσμα ζωής ανάμεσα σε δύο κόσμους. Το αυτονόητο χρέος του σεβασμού των διαφορε­τικών πιστευμάτων, οι ανυπόκριτα φιλόφρονες διαθέσεις και οι ευσεβείς ενωτικοί πόθοι δεν μας δίνουν το δικαίωμα να παρασιωπούμε ή να συσκοτίζουμε αυτή την πραγματικότητα. Διασώζονται βέβαια και σήμερα στην πα­πική Δύση υπολείμματα της πατερικής πα­ραδόσεως, κυρίως στον χώρο του μοναχισμού.

… Και αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί-ταπεινοί μο­ναχοί ή απλοί πιστοί, πού αφιερώνουν τη ζωή τους στην προσευχή και σε έργα αγάπης. Ωστόσο, τα όσα θετικά στοιχεία διατηρήθηκαν στη δυτική παράδοση, δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν τη διαστρέβλωση του Χριστιανι­σμού και τη μετάλλαξη της Εκκλησίας της Ρώμης σε κοσμικό κράτος με θεοκρατικό κα­θεστώς, μετάλλαξη πού αναπόφευκτα επακο­λούθησε την εξέλιξη του παπικού θεσμού.

Παραδίδοντας το τεύχος τούτο στους αδελφούς μας, σε εποχή πού ά συγκρητισμός και ή εκκοσμίκευση έχουν ναρκώσει την εκκλησια­στική συνείδηση των περισσοτέρων από εμάς, ευχόμαστε να συναισθανθούμε όλοι το χρέος αλλά και να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη πού έχουμε ως φύλακες και προασπιστές της ‘ Ορθοδοξίας. Αυτό το χρέος και αυτή τη δύνα­μη επισημαίνουν οι πατριάρχες της Ανατολής στην ιστορική Εγκύκλιο τους του 1848: “Παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερα­σπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις θέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού”.



* Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο Ρωμαιοκαθολικισμό;. επειδή είναι ιστορικά αθεμελίωτος και θεο­λογικά ανακριβής- Από τις αρχές του 2ου αι. ή αδιαίρετη Μία Εκκλησία του Χριστού ονομάζεται, όπως την ομολογούμε και στο Σύμβολο τη; Πίστεως, Καθολική, επειδή κατέχει το καθ’ όλου της πίστεως. δηλαδή την πληρότητα της αλήθειας. Επίσης αφότου, το 330, ή Νέα Ρώμη Κωνσταντινούπολη έγι­νε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ό όρο; Ρωμαίος ή Ρωμιός δήλωνε κάθε ορθόδοξο πολίτη ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή του. Έτσι. Ρωμαίο Καθολικοί κυριολεκτικά είναι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως Ρωμαίοι-Ρωμιοί, δη­λαδή απόγονοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ως Καθολικοί, δηλαδή μέλη της Ορθόδοξης Εκ­κλησίας, ή οποία συνεχίζει να κατέχει το καθ όλου της πίστεως. Απεναντίας, οι Παπικοί, μετά την κατάληψη του θρόνου της Ρώμης από τους Φράγκους (1009). δεν είναι Ρωμαίοι αλλά Φράγκο- Λατίνοι. Και μετά την έκπτωση τους από την καθο­λικότητα (δηλαδή την πληρότητα) της πίστεως, λόγω τις αποδοχής σωρείας αιρετικών δοξασιών, δεν είναι Καθολικοί αλλά αιρετικοί. Μολαταύτα, μετά το οριστικό Σχίσμα (1054). σφετερίστηκαν αυτούς τους όρους. Οι ορθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τον 19ο αι. γνώριζαν καλά ότι Ρωμαίο; – Ρωμιός και Καθο­λικός σημαίνει Ορθόδοξος. γι’ αυτό και τους αιρετι­κούς της Δύσεως τους ονόμαζαν Λατίνους. Πα­πιστές κ.ά. Ή σύγχυση πού παρατηρείται σήμερα στην ορολογία, δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αι. με την εμφάνιση του Οικουμενισμού.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ό Παπισμός

ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

Ή Εκκλησία, κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού της βίου, διατήρησε την ενότητα της σε Ανατολή και Δύση, παρ’ όλους τους περι­στασιακούς κλυδωνισμούς, που δημιουρ­γούσαν οι αιρέσεις, τα σχίσματα και οι ποικίλες διχοστασίες. Ή απόσχιση της δυτικής Χριστια­νοσύνης από τον κορμό της Μιας, Αγίας, Καθο­λικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, όπως αυτή οριστικοποιήθηκε το 1054, υπήρξε ή τραγική κατάληξη μακραίωνων διεργασιών, στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης, σε τρία διαπλεκόμενα επίπεδα: α) το θεολογικό, β) το εκκλησιολογικό και γ) το πολιτικό.

Α’. Το θεολογικό. Τα σπέρματα της θεολογικής διαφοροποιήσεως της Δύσεως βρίσκον­ται στα συγγράμματα του ιερού Αυγουστίνου (354 – 420), επισκόπου Ιππώνος της Βόρειας ‘Αφρικής. Ό ιερός Αυγουστίνος αγνοούσε την ελληνική γλώσσα και τα έργα των Ελλήνων Πατέρων, πάνω στα οποία στηρίχθηκε ή θεο­λογία των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων (Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολό­γου, Γρηγορίου Νύσσεις κ.ά.). Έτσι, επηρεασμένος από τον Νεοπλατωνισμό και τις αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, διατύπωσε στα θεολο­γικά του έργα ορισμένες απόψεις, ξένες προς το βίωμα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, όπως, για παράδειγμα, την ταύτιση ουσίας και ενεργειών στον Θεό, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (FILIOQUE) κ.ά.

Β’. Το εκκλησιολογικό. Ή αρχαία Εκκλησία δεχόταν τιμητικά ως πρώτο στην τάξη, σε σχέση με τους άλλους επισκόπους, τον επίσκο­πο της Ρώμης, καθώς ή πόλη αυτή ήταν ή πρω­τεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν έπαυε όμως ο πάπας, μέσα στα πλαίσια του συ­νοδικού θεσμού, να είναι ίσος με όλους τους άλλους επισκόπους (primus inter pares=πρώτος μεταξύ ίσων). Αργότερα, αφού ή πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στην Ανατολή, ή Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (451) ανα­γνώρισε στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταν­τινουπόλεως «πρεσβεία τιμής- ‘ίσα με εκείνου της Ρώμης.

Το επεκτατικό και συγκεντρωτικό πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, όμως, επηρέασε αρκετούς πάπες, οι οποίοι από νωρίς άρχισαν να εκ­λαμβάνουν το πρωτείο τιμής ως πρωτείο δυνάμεως και εξουσίας, παρεμβαίνοντας ποιμαντορικά σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και διεκδικώντας ηγεμονία σε όλη την Εκκλησία. Στους πρώτους αιώνες, ωστόσο, οι εξουσια­στικές αυτές φιλοδοξίες των πάπων αποτελού­σαν περιστασιακές παρεκτροπές και εξέφραζαν συνήθως προσωπικές αδυναμίες.

Γ. Το πολιτικό. ‘Από τα τέλη του 4ρυ αι. μέχρι και τον 6ο αι. διάφορα γερμανικά φύλα σε κατάσταση πρωτογονισμού (Φράγκοι, Γότθοι, Λογγοβάρδοι, Βάνδαλοι κ.ά.) πλημμυρίζουν και καταλαμβάνουν τις ευημερούσες επαρχίες της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αιχμα­λωτίζουν τους εγχώριους πληθυσμούς τους και αλλάζουν ριζικά την κοινωνικοπολιτιστική τους κατάσταση.

Οι βάρβαροι έποικοι —από τους οποίους πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Φράγκοι—, στην προσπάθεια τους να εκπολιτι­στούν, ασπάζονται τον Χριστιανισμό, ανα­μειγνύοντας τον, όμως, με ειδωλολατρικά στοι­χεία. Μ’ έναν τέτοιο προβληματικό Χριστια­νισμό εισέρχονται και στην Ιεροσύνη, εκτο­πίζοντας σταδιακά τους Ρωμαίους ιεράρχες από την εκκλησιαστική διοίκηση. Οι Φράγκοι αυτοί επίσκοποι ζουν όπως και οι λαϊκοί «ευγενείς» της εποχής τους (κομήτες, δούκες κ.ά.); Ασκούν κοσμική εξουσία, συμμετέχουν σε στρατιωτικές αποστολές, φορούν πολεμικές στολές κ.λ.π Να πώς περιγράφει ό άγιος Βονιφάτιος, σε επιστολή του προς τον πάπα Ζα­χαρία, το 741, την εκκλησιαστική κατάσταση στη Γαλλική Ρωμανία, όπου είχαν επικρατήσει οι Φράγκοι επίσκοποι: «Ή θρησκεία καταπατείται. Οι Φράγκοι επίσκοποι για ογδόντα χρόνια δεν έχουν συνέλθει σε σύνοδο ούτε και έχουν αρχιεπίσκοπο. Οι περισσότεροι επισκοπι­κό/θρόνοι δίνονται σε φιλάργυρους λαϊκούς ή μοιχούς κληρικούς, πού συμμετέχουν σε στρα­τιωτικές επιχειρήσεις με πλήρη πολεμική εξάρτυση, σφάζοντας αδιάκριτα με τα χέρια τους χριστιανούς και ειδωλολάτρες”.

Μπροστά σε αυτό το ζοφερό τοπίο που δημιούργησε ή βαρβαρική επέλαση, ό επίσκοπος της Ρώμης στέκεται, κατά κανόνα, στο ύψος της πνευματικής του αποστολής και αναλαμβάνει εθναρχικό ρόλο για την προστασία των υπόδου­λων Ρωμαίων. Κάποιοι πάπες, όμως, για να ενισχύσουν τον θρόνο τους, ακολουθούν κο­σμική τακτική. Προβάλλουν εμφαντικά την εκκλησιαστική τους αυθεντία, παρουσιάζουν ηγεμονικές τάσεις και περιβάλλονται πολιτικές εξουσίες. Το 754, μάλιστα, ό πάπας Στέφανος Β’ αποδέχεται την πολιτική αυτονομία της Εκ­κλησίας της Ρώμης, πού του προσφέρει ο βασι­λιάς των Φράγκων Πιπίνος ό Βραχύς. Έτσι έχου­με την ίδρυση του πρώτου παπικού κράτους. Αργότερα, ό Νικόλαος Α’ (858 – 867), ό πρώτος φραγκόφιλος Ρωμαίος πάπας, συγκεντρώνει στο πρόσωπο του την ανώτατη εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία. · «Ό Νικόλαος θεωρεί τον εαυτό του αυτοκράτορα όλου του κόσμου”, ομολογούσαν οι σύγχρονοι του.

Τον 8ο αι. ο βασιλιάς των Φράγκων Κάρολος ό Μέγας (Καρλομάγνος, 768-814) με τη δύναμη των όπλων ενώνει όλους σχεδόν τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και φιλοδοξεί να ανα­δείξει μια καινούργια αυτοκρατορία, διεκ­δικώντας το όνομα και την αίγλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Για τον σκοπό αυτό οργανώνει μεθοδευμένα τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως με μια στρατηγική πού περιλαμβάνει τα εξής δύο σκέλη:

1/ Απόρριψη της Ορθοδοξίας και δημιουργίαενός διαφορετικού Χριστιανισμού, πού θατονίζει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα της νέας αυτοκρατορίας. Αυτός ό φραγκικός Χριστια­νισμός, τον οποίο σχεδιάζουν οι σύμβουλοι του Καρλομάγνου, θεμελιώνεται σε θεολογικές δια­τυπώσεις του ιερού Αυγουστίνου και εκφρά­ζεται με νέες μορφές και τύπους της εκκλησια­στικής πρακτικής: Βάπτισμα με ραντισμό, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, στέρηση των λαϊκών από την κοινωνία του Ποτηριού, ξύρισμα των κληρικών κ.ά. Στα πλαίσια της αντορθόδοξης τακτικής, οι Φράγκοι επίσκοποι, το 794 {Σύνοδος της Φραγκφούρτης), καταδικάζουν τιςαποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787) για την τιμητική προσκύνηση των εικόνων- και το 809 (Σύνοδος του Ααχεν), προσθέτουν στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως το FILIOQUE. Τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν το πρώτο στάδιο τουσχίσματος ανάμεσα στους Φράγκους κατακτητές και τους ορθόδοξους Ρωμιούς.

2/ Ανθελληνική πολιτική, αφού ό Ελληνισμός αποτελούσε την ιστορική σάρκα της Ορθοδοξίας και συστατικό στοιχείο της Ρω­μαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτιστικά μειονε­κτικοί Φράγκοι, λοιπόν, αρχίζουν να συκοφαν­τούν τον ελληνικό πολιτισμό ως πολιτισμό πλάνης και να αποκαλούν τους Έλληνες Γραι­κούς, προσδίδοντας όμως στο αρχαίο αυτόόνομα τους χλευαστικό περιεχόμενο (γραικός = αιρετικός, απατεώνας).

Στη μεθοδευμένη επίθεση των Φράγκων η εκκλησία της Ρώμης αγωνίζεται να μείνει πιστή στην πρωτοχριστιανική παράδοση και την ελληνική της συνέχεια, διατηρώντας εκκλησιαστική κοινωνία με όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχία κοινωνία με όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι για παράδειγμα το 816 ο πάπας Λέων Γ αρνήθηκε την προσθήκη του FILIOQUE για να διαφυλαχτεί το αλώβητο το Σύμβολο της Πίστεως από τις φράγκικες παραποιήσεις, διέταξε να χαραχθεί το αυθεντικό κείμενο σε αργυρές πλάκες που εντοιχίστηκαν στο ναό του Αγίου Πέτρου με την επιγραφή. «Αυτές εγώ, ο Λέων τις τοποθέτησα από αγάπη και την διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως». Αργότερα εκπρόσωποι του πάπα Ιωάννου Η συμμετείχαν στην σύνοδο της Κων/λεως (879- 880) η οποία για την Ορθοδοξία είναι η Η Οικουμενική και στην προεδρία του πατριάρχου Κων/λεως αγίου Φωτίου του Μεγάλου καταδικαστήκαν οι φραγκικές αιρέσεις για τις εικόνες και το FILIOQUE.

Το 10 αι. οι Φράγκοι εντείνουν την πολεμική κατά των ορθοδόξων Ρωμαίων της Δύσεως στοχεύοντας στην κατάληψη του παπικού θρόνου. Τελικά, το 1009 καταλαμβάνουν το Ορθόδοξα Πατριαρχείο της Ρώμης και ανεβάζουν στον θρόνο τον Φράγκο πάπα Σέργιο Δ’, ό οποίος: προσθέτει στο Σύμβολο της Πίστεως το αιρετικό FILIOQUE. Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανα­τολής απαντούν με τη διαγραφή του ονόματος, του από τα Δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οπότε το Σχίσμα γίνεται πραγματικότητα,

1.Στίς 16 Ιουλίου του 1054, ό επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπείας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε στην αγία Τράπεζα του ναού της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, τον αφορισμό της ανατολικής Χριστιανοσύνης, Με, την πράξη του αυτή, ή φράγκικη Χριστιανοσύνη οριστικοποιούσε τον χωρισμό της από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν ή αρχή αλλά ή, επιβεβαίωση ενός σχίσματος πού είχε καλοσχεδιαστεί 260 χρόνια νωρίτερα στην αυλή του Καρλομάγνου· ενός σχίσματος πού «δεν έγινε, μεταξύ δυτικών και ανατολικών Ρωμαίων»,. όπως πολλοί νομίζουν, «αλλά μεταξύ Φράνκων, και Ρωμαίων·· (καθηγ. π Ιωάννης Ρωμανίδης).

ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

Από τη στιγμή πού το πρωτόθρονο Πατριαρχείο της Ρώμης αποκόπηκε από το σώμα του Χριστού, στερήθηκε πλέον τη θεία χάρη, με συνέπεια τη σταδιακή αποσύνθεση του. Καθώς σημειώνει χαρακτηριστικά ό άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, «ή Δυτική Εκκλησία έχασε την πνευματική της ελευθερία, έχασε τον στολισμό της, κλονίσθηκε από τα θεμέλια της, στερήθηκε τον πλούτο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την παρουσία του Χριστού. Τελικά, κατάντησε ένα σώμα βουβό, χωρίς πνεύμα και ψυχή”. Για αυτό στους επόμενους αιώνες ακολουθεί έναν αλλοτριωτικό κατήφορο δίχως ελπίδα επιστροφής, οδηγώντας τον άνθρωπο της Δύσεως στην απογοήτευση, το υπαρξιακό κενό και το αδιέξοδο.

Α’. Λίγα μόλις χρόνια μετά το Σχίσμα, το 1075, ό πάπας Γρηγόριος Ζ’ προβάλλει —στις, περίφημες Παπικές Υπαγορεύσεις του— τιςαξιώσεις του παπικού θρόνου για την απόλυτη κυριαρχία του κόσμου:

«Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Ό πάπας είναι ό απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας. Διορίζει και καθαιρεί επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Οι αντιπρόσωποι του είναι ανώτεροι από τούς επισκόπους. Μόνο’ αυτός χρησιμοποιεί τα αυτοκρατορικά διάση­μα. Οι πρίγκιπες οφείλουν να του φιλούν τα πόδια. Έχει το δικαίωμα να καθαιρεί τους αυ­τοκράτορες. Χωρίς τη δική του έγκριση κανένα βιβλίο δεν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δεν ακυρώνονται από κανέναν· αυτός μόνος μπο­ρεί να ακυρώνει τις αποφάσεις όλων των άλλων, Ό πάπας δεν μπορεί να κριθεί από κα­νέναν. Ή αγιότητα του είναι εξασφαλισμένη χάρη στις αρετές του αγίου Πέτρου. Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν σφάλλει ποτέ, ούτε και πρόκειται ποτέ να σφάλει·.

Μ’ αυτές τις θέσεις του πάπα Γρηγορίου Ζ αρχίζουν οι σκληροί αγώνες της «Εκκλησίας» της Ρώμης για τη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική επιβολή της στους χριστιανικοί λαούς της Δύσεως (αγώνας περί επιβολής), που διαρκούν 200 περίπου χρόνια. Τελικά, ο πάπας συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία -πνευματική, πολιτική, νομοθετική, δικαστική. Είναι η πρώτη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη.

Β’. Το 1095 ό πάπας Ουρβανός Β’, με το σύνθημα «Το θέλει ό Θεός» ξεσήκωσε ολόκλη­ρη τη δυτική Χριστιανοσύνη σε ιερό πόλεμο,κατά των Μουσουλμάνων πού κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Πρόκειται για τις Σταυροφορίες, τις όποιες ή Ανατολή έζησε εφιαλτικάως βαρβαρικές επιδρομές.

Γ’. Τον 12αι και τον 13ο αι. ή Λατινική «Εκ­κλησία» ιδρύει στα μοναστήρια των μεγάλων πόλεων ειδικές σχολές, όπου διδάσκεται ή σχολαστική θεολογία. Οι σχολαστικοί θεολόγοι παραθεωρούν την αποκαλυπτική και εμπειρική πίστη της Εκκλησίας, στηρίζονται στην αριστοτελική φιλοσοφία και προσπαθούν να διε­ρευνήσουν τα μυστήρια του Θεού με την ανθρώπινη λογική και τον στοχασμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πίστη σ’ έναν διαστρε­βλωμένο, φανταστικό θεό, τον οποίο ό άνθρω­πος της Δύσεως καλείται να προσεγγίσει με τις νοητικές του ικανότητες. Έτσι, ή χριστιανική πίστη από βιωματική σχέση με τον Θεό ξεπέφτει σ’ ένα αφηρημένο μεταφυσικό ιδε­ολόγημα, το όποιο η «Εκκλησία» – κράτος αναλαμβάνει να περιβάλει με την αυθεντία της και να προστατεύσει ή και να επιβάλει με την εξουσία της. Τελικά, με τον σχολαστικισμό, ή Δύση απομακρύνεται οριστικά από τη γνη­σιότητα του εκκλησιαστικού βίου, και στον πο­λιτισμό της υπερισχύουν ή νοησιαρχία, ό ορθο­λογισμός και ό ατομοκεντρισμός. Έχει εύστοχα επισημανθεί ότι «ό δυτικός Χριστιανισμός δεν είναι ή Εκκλησία του Θεού Λόγου αλλά η θρησκεία του ορθού λόγου»· (π. Μιχαήλ Καρδαμάκης).

Δ’. Τον 13ο αι. διατυπώνεται από τους σχο­λαστικούς θεολόγους το αξίωμα ότι ή εκκλη­σιαστική ηγεσία είναι αλάθητη. Την ίδια εποχή (1233) ό πάπας Γρηγόριος Θ’ ιδρύει τον θεσμό της Ιεράς Εξετάσεως, για την οργανωμένη καταδίωξη και εξουδετέρωση όσων αμφισβη­τούν την παπική αυθεντία. Ένας μηχανισμός τρόμου και φρίκης απλώνεται σταδιακά σ’ όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα ή εξουσία του κλήρου ενισχύεται, ενώ ό λαός παραγκωνίζε­ται και βυθίζεται στην αμάθεια (κληρικαλισμός).

Ε’. Ή βαθιά εκκοσμίκευση της Δυτικής «Εκ­κλησίας» κλόνισε την πίστη μυριάδων Χρι­στιανών και δημιούργησε κύματα αντιδράσε­ων. Το εμπόριο του πάπα με τα συγχωροχάρτια έδωσε την αφορμή, το 1517, να ξεσπάσει σαν ηφαίστειο ή απαίτηση για αλλαγή. Ό μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος ηγήθηκε ενός πολυπλη­θούς κινήματος, της Μεταρρυθμίσεως, πού αποσχίστηκε από την Παπική «Εκκλησία». Οι αποσχισθέντες ονομάστηκαν Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες). Σύντομα σχηματίστηκαν και άλλες παρόμοιες προτεσταντικές ομάδες. Με­ταξύ Παπικών και Διαμαρτυρομένων δημι­ουργήθηκε αγεφύρωτο μίσος, με συγκρούσεις, πολέμους και εγκλήματα. Στη Γαλλία, τη φο­βερή Νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου (23 προς 24 Αυγούστου 1572), οι Παπικοί έσφαξαν χι­λιάδες Προτεστάντες. Αποκορύφωμα των θρη­σκευτικών πολέμων υπήρξε ό Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648), ό οποίος συντάραξε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.

ΣΤ’. Στο πέρασμα των αιώνων, οι λαοί της Ευρώπης έζησαν στο πρόσωπο του Παπισμού έναν Χριστιανισμό πού δεν ελευθερώνει την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά την καταδυναστεύει. Γι’ αυτό σύντομα οδηγήθηκαν στον αγνωστι­κισμό και την αθεΐα. Ή Αναγέννηση αρχικά (14ος – 16ρς αι.) και ό Διαφωτισμός αργότερα (18ος αι.) απορρίπτουν τον φράγκικο θεό, διατηρούν όμως τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του Παπισμού και διακηρύσσουν την αυτοθεοποίηση του ανθρώπου. Τον 19ο αι. ακούγεται πλέον καθαρά το κήρυγμα του θανάτου του Θεού από τον Νίτσε και τους διαδόχους του: «Ό Θεός πέθανε, η πίστη στον χριστιανικό Θεό δεν είναι πια πιστευτή…”. ‘ Έχει σωστά επισημανθεί από πολλούς ότι όλα : τα σύγχρονα αθεϊστικά συστήματα της Δύσεως -φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτικά- είναι καρποί της σχολαστικής μεταφυσικής και του παπι­κού ολοκληρωτισμού.

Ζ’. Τους δύο τελευταίους αιώνες ή Ρώμη, αντί να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, σκληραίνει περισσότερο τη στάση της.

Ή Α’ Βατικανή Σύνοδος (1870) επιβάλλει ως απαράβατο δόγμα πίστεως το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του πάπα. Πρόκειται για την τελειωτική πτώση της Δυτικής «Εκ­κλησίας». Ό Χριστός, ή μόνη αλάθητη Κεφαλή της Εκκλησίας, εξορίζεται από τη γη, και τη θέση Του καταλαμβάνει ό ειδωλοποιημένος ποντίφικας της Ρώμης! Στη διαμαρτυρία καρδι­ναλίου για την αντιπαραδοσιακότητα του νέου δόγματος, ό πάπας Πίος Θ’ αντιτάσσει τον πα­ροιμιώδη του λόγο: «Ή παράδοση είμαι εγώ»! Από τους Λατίνους πού διαφωνούν με τη δογματοποίηση του παπικού απολυταρχισμού, μια σημαντική μερίδα αποσχίζεται και δημιουργεί την «Παλαιοκαθολική Εκκλησία”.

Ή Β’ Βατικανή Σύνοδος (1962 – 1965),

Παρόλο πού επαγγέλλεται την ανακαίνιση, διατηρεί το αλάθητο του πάπα και το επεκτείνει σε όλες τις αποφάσεις του. Ταυτόχρονα, ή ίδια Σύνοδος καλεί τους Χριστιανούς όλων των δογμάτων σε παγχριστιανική ενότητα με κέντρο, όμως, τη Ρώμη και αρχηγό τον πάπα (ρωμαιοκεντρικός/παποκεντρικός οικουμενισμός).

‘ Η’. Στα τέλη του 20ου αι. μια πρωτόγνωρη αποδιοργανωτική κρίση ξεσπάει στους κόλπους της Παπικής «Εκκλησίας». «Περιμέναμε μετά τη (Β’ Βατικανή) Σύνοδο, δήλωνε ο πάπας Παύλος ΣΤ’, «να ξημερώσει μια μέρα ηλιόλου­στη για την Εκκλησία. Βρεθήκαμε, όμως, μέσα στη χειρότερη καταιγίδα».

Επιφανείς παπικοί θεολόγοι εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεση τους στο παπικό αλάθη­το. Χιλιάδες κληρικοί, ανάμεσα τους και στελέχη του Βατικανού, εγκαταλείπουν την Ιεροσύνη, πολλοί απ` αυτούς και την πίστη. Οι μο­ναχικές και ιερατικές κλίσεις γνωρίζουν φο­βερή μείωση. Στο Βέλγιο μόνο, κατά το διάστη­μα 1995 – 2007, δεν χειροτονήθηκε ούτε ένας ιερέας! Σε εκκλησιαστικές σχολές, ακόμα και σε παπικά μοναστήρια, για να ξεπεραστούν τα υπαρξιακά αδιέξοδα πού δημιουργούν ο ηθικισμός και ή υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, εισάγονται ό υπερβατικός διαλογισμός και ή ψυχανάλυση.

Άλλα και το παπικό ποίμνιο οδηγείται ραγδαία στον θρησκευτικό αποχρωματισμό και γνωρίζει μια τρομακτική ηθική κρίση. Οι παπικοί ναοί πού κλείνουν ή εκποιούνται, το Ισλάμ και οι ανατολικές θρησκείες πού κατακτούν έδα­φος, ή παραθρησκεία και ό σατανισμός πού αυξάνουν τους οπαδούς τους κ.ά.π μαρτυρούν τη δυσχερή θέση της Λατινικής «Εκκλησίας».

Θ’. Τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνει ό αριθμός των Δυτικών πού αναζητούν τη γνη­σιότητα της χριστιανικής ζωής στην Ορθοδοξία. Το ενδιαφέρον για την πατερική θεο­λογία, την ορθόδοξη-λειτουργική ζωή, τον ανατολικό μοναχισμό κ.ά.π, αλλά και οι μεταστροφές στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι γεγονότα σημαντικά. Ωστόσο, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί του Βατικανού, έχοντας πια σκλη­ρυνθεί, δεν φαίνονται πρόθυμοι να αρνηθούν το παρελθόν τους.

Το 2005 ό φιλορθόδοξος καθηγητής Ιωσήφ Ράτσιγκερ ανέβηκε στον θρόνο της Ρώμης ως Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, αναπτερώνοντας τις ελπίδες όσων προσδοκούσαν την ανανέωση της Δυτικής «Εκκλησίας». Σύντομα, όμως, οι σκληροπυρηνικές ενέργειες και δηλώσεις του νέου πάπα φανέρωσαν την αποκοπή του από τον βαθύτερο εαυτό του και την αδυναμία του ν’ αντιληφθεί τις απαιτήσεις των καιρών. Δυ­στυχώς, κάθε πάπας είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί την «αλάθητη» πορεία των προκατόχων του και να συμμορφώνεται με τα θελήματα της πανίσχυρης Παπικής Αυλής (ROMANO CURIA), ή οποία επίσης κατέχει και επιβάλλει το δικό της «αλάθητο».

ΠΑΠΙΚΕΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ

1. Το Φιλιόκβε. Σύμφωνα με τη θεία αποκάλυψη, ό Θεός διακρίνεται σε Τρία Πρόσωπα, τα , οποία είναι ομοούσια, ισότιμα και ισοδύναμα μεταξύ τους. Έτσι δεν υπάρχουν τρείς Θεοί αλλά ένας. Κάθε Πρόσωπο, όμως, έχει ένα ξεχωριστό ιδίωμα, το οποίο δηλώνει τον διαφορετικό τρόπο υπάρξεως Του· Ό Πατέρας είναι αγέννητος (είναι ή μοναδική αρχή και πηγή της Θεότητας)· ό Υιός είναι γεννητός (γεννάται από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων»)· και το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό (ούτε αγέννητο είναι ούτε γεννάται, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων»).

Το Σύμβολο της Πίστεως, πού καταρτίστηκε από τις Α’ και Β’ Οικουμενικές Συνόδους (325, 381), ομολογεί πίστη «εις το Πνεύμα το Ανιόν, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», ακολουθώντας τα λόγια του Χρι­στού- «Όταν έλθη ό Παράκλητος… το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπο­ρεύεται…» (Ίω. 15, 26). Το 431, ή Γ Οικουμε­νική Σύνοδος απαγόρευσε ρητά οποιαδήποτε προσθαφαίρεση στο ιερό Σύμβολο.

Οι Φράγκοι, όμως, θέλοντας να κατανοήσουν την ουσία του Θεού με τη λογική τους, παρερμήνευσαν τα λόγια του Χριστού, περιφρόνησαν τις Οικουμενικές Συνόδους και πρόσθεσαν στο Σύμβολο, μετά τη φράση «…το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…>>, τη λέξη FILIOQUE (Φιλιόκβε = και εκ του Υιού), πού σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Με την προσθήκη αυτή δημιουργούνται άλυτα θεολογικά προβλήματα και σοβαρές αλλοιώσεις στην πίστη και τη ζωή της Εκ­κλησίας. Συγκεκριμένα·

• Εισάγονται στην ‘Αγία Τριάδα δύο αρχές. Δηλαδή, προκύπτουν δύο κύριοι Θεοί (Πατέρας και Υιός) και ένας δευτερεύων (το Άγιο Πνεύμα). Επέρχεται έτσι πλήρης διάλυση του Τριαδικού δόγματος. Ό «Τριαδικός Θεός» των Παπικών δεν είναι πλέον ο αληθινός Θεός αλλά ένας πλασματικός και ανύπαρκτος Θεός.

· Το Άγιο Πνεύμα υποτιμάται και παραγκωνίζεται από τη ζωή της Εκκλησίας και του Χριστιανού. Έτσι ή Εκκλησία στερείται τον χαρισματικό – αγιοπνευματικό χαρακτήρα της, επιδιώκει την κοινωνική επιβολή και το κοσμικό κύρος, υπερτονίζει την εγκόσμια οργάνωση και αποστολή της. Ό Χριστιανός, πάλι, δεν αποσκοπεί στην εσωτερική του ανακαίνιση και τη γνώση του Θεού, πού πραγματοποιούνται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, αλλά περιορίζεται στην ηθική του ‘- βελτίωση και την εξωτερική μίμηση του Χριστού.

Ή εξάρτηση, τέλος, του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό έδωσε τη δυνατότητα στη Ρώμη να υποστηρίξει με κύρος ότι στον κόσμο μόνο ό πάπας, ως αντιπρόσωπος του Χριστού, έχει τη δυνατότητα να διαθέτει τις δωρεές πού χορηγεί το «Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία».·

2. Οι κτιστές ενέργειες στον Θεό (κτιστή χάρη).

Μία από τις μεγαλύτερες πλάνες του Παπισμού είναι το ότι ταυτίζει την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες ενέργειες Του. Και, επιπλέον, το ότι αποδίδει στον Θεό κτιστές ενέργειες. Κτιστές ενέργειες, όμως, έχουν μόνο τα κτίσματα. Ό άκτιστος Θεός έχει μόνο άκτιστες ενέργειες.

Στην ορθόδοξη θεολογία γίνεται διάκριση της άκτιστης ουσίας του Θεού από τις άκτιστες ενέργειες Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, ή οποία είναι εντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ό πιστός δεν μπορεί να έρθει σε κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, με τις θείες ενέργειες Του (θεία χάρη). Αυτές, όπως και ή θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ό πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του στα Μυστήρια της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες ενέργειες, γίνε­ται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1, 4). Δηλαδή με τις άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα κα­θαρίζεται ή καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ό νους του και αξιώνεται να «δει», με τρόπο μυ­στικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο Φως. Αυτή είναι ή ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας.

Οι Παπικοί, αντίθετα, δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ό Θεός είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο. Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα αλλά μόνο έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι’ αυτούς ή θεία χάρη είναι μέγεθος κτιστό, πού το δημιουργεί ο Θεός για να σώσει τον άνθρω­πο. Κτιστή είναι επίσης ή χάρη των Μυστήριων, όπως κτιστό ήταν και το Θαβώρειο φως της Με­ταμορφώσεως του Χριστού.

Ή διδασκαλία αυτή έχει ολέθριες συνέπειες στη ζωή του Χριστιανού. Γιατί, αν ή θεία χάρη είναι πράγματι κτιστή, ό άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στον αγιασμό και τη θέωση. Κι αυτό επειδή, απλούστατα, ένα κτίσμα —κτιστή ενέρ­γεια (χάρη)— δεν είναι δυνατό να λυτρώσει και να θεωρεί άλλο κτίσμα —τον άνθρωπο. Έτσι, οι Δυτικοί «δεν ομιλούν περί θεώσεως ως σκοπού της ζωής του ανθρώπου, αλλά περί ηθικής τελειώσεως· ότι οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, όχι όμως θεοί κατά χάριν. Κατά συνέπειαν ή Εκκλησία δεν ημπορεί να είναι κοι­νωνία θεώσεως, αλλά ίδρυμα παρέχον στους ανθρώπους την δικαίωσι κατά ένα νομικίστικο και δικανικό τρόπο δια μέσου της κτιστής χάρι­τος. Σε τελική δηλαδή ανάλυση, καταλύεται ή ιδία ή αλήθεια της Εκκλησίας ως πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας»..

Ή δυτική θεολογία, με την άρνηση της να δεχθεί άκτιστες ενέργειες στον Θεό, αποξε­νώθηκε από την πατερική θεολογία, με συν­έπεια να οδηγηθεί και σε πολλές άλλες κακοδοξίες. Κι αυτό γιατί οι Πατέρες της Εκκλη­σίας, όταν θεολογούσαν, εξέφραζαν με ανθρώ­πινα λόγια την εμπειρία πού είχαν αποκτήσει από την κοινωνία τους με τις θεουργικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος (εμπειρία θεώσεως)· ή θεολογία τους, δηλαδή, είναι ή αποκάλυψη του ίδιου του Θεού. Οι Παπικοί, όμως, επειδή δεν έχουν δυνατότητα κοινωνίας με τις άκτιστες θείες ενέργειες, θεολογούν με βάση τον ανθρώπινο στοχασμό· ή θεολογία τους, δηλαδή, είναι ένα ανθρώπινο μεταφυσικό ιδεολόγημα πού δεν έχει σχέση με τη θείο αλήθεια.

Ή βαθιά αλλοίωση πού επιφέρει στη ζωή της Εκκλησίας ή θεωρία για την κτιστή χάρη, απασχόλησε έντονα την Ορθόδοξη Ανατολή σε πέντε μεγάλες Συνόδους της Κων/πόλεως (14ος αι.). Σ’ αυτές διατυπώθηκε ξεκάθαρα ή ορθόδοξη εμπειρία, με κορυφαίο ομολογητή τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

3. Το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθη­το.

Εφόσον, με τις κακοδοξίες του Filioque και της κτιστής χάριτος, το Άγιο Πνεύμα υπο­βαθμίστηκε και ολόκληρη ή Τριαδική Θεότητα απωθήθηκε στον χώρο του εμπειρικά απρόσι­του, το κενό πού δημιουργήθηκε έρχεται να το καλύψει ένας άνθρωπος, ό ποντίφικας της Ρώμης. Αυτός ανακηρύσσεται αλάθητος και απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας.

Για να μη νομιστεί ότι το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο ανήκουν πια στο πα­ρελθόν της Δυτικής «Εκκλησίας», αναφέρου­με κάποιες πτυχές της σύγχρονης πρακτικής του πάπα και παραθέτουμε αποσπάσματα από το “Δογματικό Σύνταγμα περί Εκκλησίας» της Β’ Βατικανής Συνόδου (1965), πού περι­λαμβάνονται και στη σύγχρονη -Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας”:

«Ό επίσκοπος Ρώμης, με το αξίωμα του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί».

“Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος, αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από τον διάδοχο του Πέτρου».

«Το αλάθητο, με το οποίο ό θείος Λυτρωτής θέλησε εφοδιασμένη την Εκκλησία του, το έχει ό επίσκοπος Ρώμης… Για αυτό και οι απο­φάσεις του, πολύ ορθά, θεωρούνται αμετάκλη­τες από το δικό τους χαρακτήρα και όχι από τη συναίνεση της Εκκλησίας… Γι’ αυτό δεν έχουν ανάγκη από την επικύρωση των άλλων, ούτε επιδέχονται έκκλητο σε άλλο όργανο κρίσης».

Με τον αέρα της αλάθητης εξουσίας, ό πάπας Παύλος ΣΤ’ ανακήρυξε, το 1963, τη Β’ Βατικανή Σύνοδο ως Οικουμενική με τα εξής λόγια: «Εγώ, λοιπόν, ό Πάπας, πού συγκεν­τρώνω στο πρόσωπο μου και στο άγιο αξίωμα μου όλη την Εκκλησία, ανακηρύσσω τη Σύνοδο αύτη ως Οικουμενική». Και υπέγραψε τις απο­φάσεις της Συνόδου με τη φράση “Εγώ ΠΑΥ­ΛΟΣ, Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας».’Αλλά και ό εκάστοτε πάπας, θεωρώντας τον εαυτό του υπερεπίσκοπο, δεν υπογράφει ως «Επίσκοπος Ρώμης» αλλά ως « Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας» (μόνος αυτός!) ή απλώς , με το όνομα του, πχ. «Βενέδικτος ΙΣΤ’».

Όλοι οι επίσκοποι της Δυτικής «Εκκλησίας», σε οποιοδήποτε μέρος της γης δεν εκλέγονται από τη σύνοδο της τοπικής τους «Εκκλησίας», αλλά διορίζονται από τον πάπα και λαμβάνουν από τα δικά του χέρια το ωμοφόριο, ως δείγμα της υποταγής τους στην παπική εξουσία.

Ό πάπας Ιωάννης – Παύλος Β’ (2005) ξεπέρασε σε κινητικότητα κάθε άλλον πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη, προκειμένου να επι­βληθεί στη διαμορφούμενη Νέα Τάξη Πραγμάτων ως ό αδιαμφισβήτητος θρησκευτικός πλανητάρχης. Θυμίζουμε, μόνο, την «προέλαση» του στις ορθόδοξες χώρες (και στην Ελλάδα, δυστυχώς), αλλά και τις ετήσιες Πανθρησκειακές Συναντήσεις, τις όποιες είχε καθιερώσει από το 1986 και στις όποιες εμφανιζόταν ως το ενοποιό κέντρο όλων των θρησκειών.

Ό παποκεντρισμός της Δυτικής «Εκκλησίας» τη διατηρεί, είναι αλήθεια, σε μια οργανωτική ενότητα πέρα από εθνικά σύνορα και τοπικές παραδόσεις, και συνάμα της δίνει τη βεβαιότητα μιας παγκόσμιας δύναμης, πού μπορεί να επηρεάζει και να κατευθύνει πολλές κοινωνικές ομάδες σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Παράλληλα η παπική αυθεντία δίνει το δικαίωμα στον Ρωμαίο-ποντίφηκα να ορίζει, αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα, την αλήθεια της Δυτικής «Εκκλησίας», στην οποία οι λαοί οφείλουν τυφλή υποταγή. Αυτά τα στοιχεία προσδίδουν στο Παπισμό απολυταρχικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια απλή νοθεία του εκκλησιαστικού ήθους, αλλά για την ουσιαστικότερη και θλιβερότερη διαστροφή πού γνώρισε ό Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία.

Το παπικό πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο όχι μόνο στερούνται κάθε θεολογικής ή ιστορικής νομιμότητας, αλλά και αντιβαίνουν στην απλή λογική. Καταρχήν, δεν υπάρχει καμία ιστορική ένδειξη ότι ο απόστολος Πέτρος υπήρξε πρώτος επίσκοπος της Ρώμης και ότι ασκούσε πάνω στους άλλους αποστόλους πρωτείο εξουσίας, το όποιο κληροδότησε στους υποτιθέμενους διαδόχους του επισκόπους της Ρώμης. Γι’ αυτό και στην πρώτη χιλιετία καμιά Οικουμενική Σύνοδος δεν θέσπισε κάποιο ρω­μαϊκό αλάθητο ή πρωτείο εξουσίας. ‘Από τούς αποστολικούς χρόνους ή Εκκλησία διατηρεί, ως χαρακτηριστικό στοιχείο του διοικητικού της συστήματος, τη συνοδικότητα. Οι επίσκοποι, οι οποίοι συμμετέχουν στις συνόδους, με­ταφέρουν σ’ αυτές την πίστη και το βίωμα του εκκλησιαστικού πληρώματος πού εκπροσω­πούν. Ή γνώμη και ή ψήφος όλων των επι­σκόπων έχουν την ίδια ισχύ και οι συνοδικές αποφάσεις λαμβάνονται με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα, τελικά, συγκροτεί την Εκκλησία και Αυτό την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ίω. 16,13). Έτσι, το αλάθητο δεν ανήκει σ’ έναν άνθρωπο αλλά σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας και εκφράζε­ται με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εφόσον αυτές γίνονται αποδεκτές από την εκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή από τον λαό του Θεού.

Αντίθετα, στον Παπισμό οι σύνοδοι αποτε­λούν απλά συμβουλευτικά σώματα, ή συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος αγνοείται και ό πάπας τοποθετείται πάνω από την Εκ­κλησία. ‘Αλλά πώς μπορεί να θεωρείται αλάθη­τος ό πάπας, όταν ή ιστορία παρουσιάζει πο­λυάριθμους πάπες να διαπράττουν τραγικά λάθη, ακόμη και σε αιρέσεις να πέφτουν, όπως ά πάπας Ιούλιος, πού αφορίστηκε από τη Σύνο­δο της Σαρδικής (347), ό Όνώριος, πού αναθε­ματίστηκε από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (691), ή ό Γρηγόριος Θ’, πού ίδρυσε την Ιερά Εξέταση;

Με το παπικό πρωτείο και το αλάθητο ως κεντρικά δόγματα της Δυτικής «Εκκλησίας», επισφραγίζεται ό έντονος ανθρωποκεντρισμός της· Ή πίστη στον Θεάνθρωπο αντικαθίσταται με την πίστη στον άνθρωπο- στη γη δεν υπάρχει θέση για τον Χριστό, αφού Τον αντικαθιστά ό πάπας ως μοναδικός τοποτηρητής Του (VICARIUS CHRISTI). «Τι τραγικός παραλογισμός!», αναφω­νεί ό σύγχρονος πατέρας της Εκκλησίας π. Ιουστίνος Πόποβιτς, -Να ορίζεται αναπλη­ρωτής και αντικαταστάτης για τον πανταχού παρόντα Κύριο και Θεό ! Και συμπληρώνει: “Το δόγμα περί του αλάθητου του πάπα – ανθρώ­που είναι ή αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προ­ηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού… Στην ιστορία του ανθρωπίνου γέ­νους υπάρχουν τρείς κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα».

4. Ό παποκαισαρισμός.

Πρόκειται για την ταύτιση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο (θεοκρατία). Ό πάπας είναι αρχηγός της Λατινικής «Εκκλησίας» και συν­άμα αρχηγός του κράτους του Βατικανού, ο παποκαισαρισμός —εντελώς ασυμβίβαστος με το Ευαγγέλιο, τους ιερούς Κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση— αφαιρεί από τον Παπισμό κάθε δικαίωμα να εμφανίζεται ως Εκ­κλησία. Το πρώτο παπικό κράτος ιδρύθηκε, καθώς είδαμε, το 754. Το σημερινό παπικό κράτος συ­νιστά ένα άξιολύπητο μεσαιωνικό κατάλοιπο της εποχής μας. Τα όρια του καθορίστηκαν τα 1929 από τον δικτάτορα Μουσσολίνι και τον πάπα Πίο ΙΑ’. Ό τελευταίος, μάλιστα, διατύπωσε την άποψη ότι «ό αντιπρόσωπος του Θεού στή γη δεν μπορεί να είναι υπήκοος επίγειου κρά­τους». (Ό Χριστός ήταν υπήκοος επίγειου κράτους- ο «αντιπρόσωπος» Του πάπας δεν μπορεί να είναι!). Το Βατικανό σήμερα, όπως και κάθε κράτος, ασκεί διπλωματία, συνάπτει πολιτικές συμφωνίες με άλλα κράτη, διαθέτει πρωθυπουργό, υπουργούς, πρέσβεις, φρουρά, πρακτορείο ειδήσεων και κυρίως Τράπεζες, με τις όποιες επηρεάζει τη διεθνή οικονομία, συμ­μετέχοντας σε μεγάλες εταιρείες και επι­χειρήσεις.

5. Ή ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.‘Από τον 11ο αι. διατυπώθηκε ή άποψη, πού αργότερα έγινε θεμελιώδες δόγμα του Παπι­σμού, ότι ό Θεός έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί ή θεία δικαιοσύνη από την προσβολή πού υπέστη εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας. Με αυτή την κακοδοξία το πρόσωπο του Θεού Πατέρα διαστρεβλώνεται και ή χριστιανική ζωή δια­ποτίζεται από έντονο νομικίστικο πνεύμα. Ό τέλειος και πολυεύσπλαχνος Θεός αποκτά τα χαρακτηριστικά εμπαθούς ανθρώπου —προσ­βάλλεται, οργίζεται, αγανακτεί, εκδικείται— και μεταβάλλεται σε αμείλικτο δικαστή και άγριοτιμωρό. Ή αμαρτία δεν θεωρείται ασθένεια της ψυχής, αλλά αξιόποινη παρεκτροπή και προ­σβολή του Θεού. Ό αγώνας για τη σωτηρία δεν αποσκοπεί στη θεραπεία από τα πάθη, τη ζωοποίηση του ανθρώπου και την ένωση του με τον Θεό, αλλά στην εξιλέωση του Θεού, τη νο­μική δικαίωση του ανθρώπου και την απαλλαγή του από τις ενοχές με τις καλές πράξεις, τα επιτίμια, τα διάφορα τάματα κ.λ.π Τελικά, ή σχέση αγάπης Θεού και ανθρώπου μετατρέπε­ται σε σχέση συναλλαγής. Πρόκειται, πράγματι, για ανατροπή του Ευαγγελίου της αγάπης και επιστροφή σε πρωτόγονες μορφές θρησκευ­τικότητας.

Ή θεωρία για την ικανοποίηση της θείας δι­καιοσύνης νομιμοποίησε τη βία και κατοχύρωσε θεολογικά τις Σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση, τους θρησκευτικούς πολέμους- Ή εξολόθρευση των έχθρων της πίστεως ικανοποιεί τη θεία δικαιοσύνη και εξαγνίζει και τις ψυχές των θυμάτων! Μέσα σ’ αυτό το δικανικό κλίμα διατυπώθηκε και το αντιβιβλικό δόγμα για το καθαρτήριο πυρ. Στο καθαρτήριο πυρ πηγαίνουν τάχα οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον θάνατο τους, για να βασανιστούν προσωρινά μέσα στη φωτιά και να καθαριστούν από τις ποινές των αμαρ­τιών τους. Για τη συντομότερη απαλλαγή τους από το καθαρτήριο πυρ, επινοήθηκε ό θεσμός των λυσιποίνων (αφέσεων), ό όποιος βασίζεται στη δικανική θεωρία των αξιομισθιών ο Χριστός, δηλαδή, οι άγιοι στην επίγεια ζωή τους έπραξαν πλήθος καλά έργα, αξία αντα­μοιβής. Έτσι δημιουργήθηκε ένας θησαυρός περίσσιων αξιομισθιών. Ό πάπας, πού πιστεύει πως μπορεί να διαχειρίζεται τον θησαυρό αυτό, αντλεί από το πλεόνασμα του ένα μέρος για να λύσει τις ποινές των αμαρτωλών. Τα λυσίποινα σε παλαιότερες εποχές έδωσαν αφορμή και σε καταχρήσεις, χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή για την άνομη συλλογή χρημάτων με την πώληση των γνωστών «συγχωροχαρτιών». Έτσι, ή χά­ρη και ή σωτηρία υποτάχθηκαν στη λογική του χρέους κοίτης εξαγοράς.

6. Μαριολατρία.

Στην Ορθοδοξία μας ή Θε­οτόκος τιμάται περισσότερο απ` όλους τους αγίους, γι’ αυτό λέγεται και Παναγία. Στον Πα­πισμό, όμως, από μια εσφαλμένη «ευσέβεια», της αποδίδεται λατρεία αλλά ή λατρεία ανήκει μονό στον Τριαδικό Θεό. Έτσι διατυπώθηκαν τα δόγματα α) της ασπίλου συλλήψεως της Θε­οτόκου, σύμφωνα με το όποιο ή Παναγία συ­νελήφθη χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, και β) της ενσωμάτου αναλήψεως της, σύμφωνα με το οποίο ή Παναγία αναλήφθηκε με το σώμα και την ψυχή στον ουρανό, χωρίς να γνωρίσει θάνατο και ενταφιασμό (ενώ ό Χριστός και πέ­θανε και ενταφιάσθηκε!). Μ’ αυτές τις κακοδοξίες η Θεοτόκος ανυψώνεται ως την Τρια­δική Θεότητα, μέχρι σημείου να γίνεται λόγος και για Άγια Τετράδα!

7. Λειτουργικές καινοτομίες.

Ή επικράτηση του ορθολογισμού στην Παπική «Εκκλησία» δεν άφησε άθικτη ούτε τη λειτουργική ζωή της. Αναφέρουμε επιγραμματικά ορισμένες μόνο λειτουργικές καινοτομίες.

Το Βάπτισμα αντικαθίσταται με ένα συμβο­λικό «ραντισμό». Το Χρίσμα τελείται μόνο από τους επισκόπους, αρκετά χρόνια μετά το Βάπτι­σμα. Στη Λειτουργία τους, για τον άγιο Άρτο δεν χρησιμοποιούν ψωμί ζυμωμένο με προζύμι αλλά άζυμο (όστια). Ή αγαμία είναι υποχρεω­τική για όλους τους κληρικούς. Το Ευχέλαιο τε­λείται μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι εκκλη­σιαστικές εορτές εκκοσμικεύονται και με­ταβάλλονται σε φαντασμαγορικές τελετές (της Καρδίας του Ιησού, της Αγίας Δωρεάς κ.ά.). Ή νηστεία ουσιαστικά καταργείται, αφού, με απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου, οι νηστήσιμες ήμερες περιορίζονται σημαντικά και ό τρόπος της νηστείας μένει ακαθόριστος, ενώ παρέχεται «ή δυνατότητα να αντικατασταθεί εν όλω η εν μέρει ό νόμος της νηστείας και της εγκράτειας από άλλες πράξεις μετάνοιας, όπως είναι τα έργα αγάπης στον πλησίον ή άλλες πράξεις ευσέβειας».

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ.

Ή σύντομη αναφορά στις λατινικές ετεροδιδασκαλίες οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ό Παπισμός δεν είναι μία απλή αίρεση του Χρι­στιανισμού —αφού ως αίρεση χαρακτηρίζεται και η παραμικρή απόκλιση από την αλήθεια της Εκκλησίας—, αλλά είναι παναίρεση και αναίρε­ση του ίδιου του Χριστιανισμού. Κι αυτό γιατί, καθώς εξηγεί ό π Ιουστίνος Πόποβιτς, οι διά­φορες αιρέσεις παραμόρφωσαν μερικά μόνο ιδιώματα του Χριστού, ενώ ό Παπισμός απομά­κρυνε ολόκληρο τον Χριστό και στη θέση του τοποθέτησε τον αλάθητο άνθρωπο. “Στην περίπτωση των καινοτομιών της δυτικής εκκλησίας δεν έχουμε απλώς μια καινούργια “αίρεση” του Χριστιανισμού, άλλο ριζική αλλοτρίωση του ίδιου του πυρήνα της εκκλησια­στικής αλήθειας. Καμιά προγενέστερη αίρεση δεν άλλαξε τόσο ριζικά τον τρόπο του χριστιανικού βίου, δεν δημιούργησε πολιτισμό με αντεστραμμένους τους όρους του χριστιανικού ευαγγελίου»!! Η εκκλησιαστική συνείδηση για την αιρετικότητα του Παπισμού καταγραφεί επανειλημμένα σε πληθώρα Συνοδικών αποφάνσε­ων”. Έτσι, οι Γ και Δ Οικουμενικές Σύνοδοι (431,451) καταδικάζουν ως αιρετικούς όσους διαστρέφουν την πίστη πού εκτίθεται στο ιερό Σύμβολο· ή χαρακτηριζόμενη ως Η’ Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 879 – 880) καταδικάζει την αίρεση του Filioque ή χαρακτηριζόμενη ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος (Κων­σταντινούπολη, 1351) καταδικάζει την αίρεση για την κτιστή χάρη. Στους νεότερους χρό­νους, οι αντιπαπικές Σύνοδοι πού συγκροτήθη­καν στην Κωνσταντινούπολη (1722,1727,1755, 1838,1848,1895), έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στην εκκλησιαστική μας ιστορία. Σ’ αυτές, οι πατριάρχες της Ανατολής και οι λοιποί ορθόδο­ξοι αρχιερείς, με υψηλά αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης και με κρυστάλλινη γλώσσα, στηλίτευ­σαν τον Παπισμό για τις παραποιήσεις της χριστιανικής πίστεως.

Για το ίδιο θέμα υπάρχει ευρύτατη συμφωνία στα έργα των αγίων Πατέρων . Όλοι οι Πατέρες, δίχως καμιά εξαίρεση, από τον άγιο Φώτιο τον Μέγα και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, καταδικάζουν τους Παπικούς ως αιρετικούς, Σημειώνουμε μόνο τον λόγο του άγιου Μάρκου του Ευγενι­κού: «Τους αποστραφήκαμε ως αιρετικούς και για αυτό χωριστήκαμε από αυτούς… είναι αιρε­τικοί, και ως αιρετικούς τους αποκόψαμε».

Είναι αυτονόητο ότι ό Παπισμός, ως παναίρεση, βρίσκεται έξω από την Εκκλησία του Χρι­στού, γι’ αυτό και τα ονόματα των Παπικών δεν επιτρέπεται να μνημονεύονται στις θείες Λει­τουργίες μας. «Όσοι ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού», λέει σχετικά ο άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, «έχουν την αληθινή πίστη· όσοι, όμως, δεν έχουν την αληθινή πίστη, ούτε στην Εκκλησία του Χριστού ανήκουν».

Ούτε, βέβαια, αποτελεί ό Παπισμός άλλη Εκ­κλησία, γιατί απλούστατα ή Εκκλησία του Χριστού, καθώς ομολογούμε στο ιερό Σύμβολο, είναι Μία και μοναδική, όπως ένας και μονα­δικός είναι ό Χριστός· «Εις Κύριος, μία πιστις, εν βάπτισμα» (‘Εφ. 4,5). Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχουν ιερείς και δεν τελούνται έγκυρα και αγιαστικά Μυστήρια. Καθώς αναφέρει ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «δεν υπάρχει πουθενά σ` αυτούς (τους Παπικούς) το Άγιο Πνεύμα, γι’ αυτό και τα μυστήρια τους είναι αχαρίτωτα». Με σαφήνεια αναφέρει σχετικά ό Μέγας Βασίλειος στον Α’ Κανόνα του, τον επι­κυρωμένο από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο: «Όσοι χωρίστηκαν από την Εκκλησία, έχασαν τί χάρη του Αγίου Πνεύματος, την όποια είχαν. Γιατί, με τη διακοπή της αποστο­λικής διαδοχής (εξαιτίας του χωρισμού), στα­μάτησε και ή μετάδοση της χάριτος… Αυτοί λοιπόν, αφού αποσχίστηκαν, (από κληρικοί) έγιναν λαϊκοί και ούτε εξουσία είχαν να βαπτίζουν και να χειροτονούν, ούτε πάλι μπορούσαν να μεταδίδουν σε άλλους τη χάρη του Άγιου Πνεύματος, την οποία οι ίδιοι είχαν στερηθεί». Για αυτό και σήμερα, όσοι παπικοί «ιερείς» προσέρχονται στην Ορθοδοξία και επιθυμούν να διακονήσουν στο άγιο θυσιαστήριο, χειρο­τονούνται.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ.

Οι αλλοιώσεις του δόγματος επέφεραν αλλοιώσεις, όπως ήταν επόμενο, και στο ήθος της δυτικής Χριστιανοσύνης και οδήγησαν τον Παπισμό σε πράξεις πού ή ιστορία έχει χαρα­κτηρίσει ως εγκληματικές. Αυτές δεν αποτε­λούν απλώς περιστατικές παρεκτροπές ή προ­σωπικά λάθη κάποιων εκπροσώπων του, αλλά απορρέουν από την κρατική του δομή και την αιρετική του διδασκαλία. Όσο η Δυτική «Εκκλησία» παραμένει κράτος, και μάλιστα με κοι­νωνικοπολιτικές κυριαρχικές τάσεις, και όσο εμμένει στο δόγμα για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, δεν θα πάψει να επανα­λαμβάνει το θλιβερό της παρελθόν.

Την πρώτη μαύρη σελίδα του Παπισμού την έγραψαν οι Σταυροφορίες. Από το 1095 μέχρι το 1270, με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και ανομολόγητο σκοπό την υπο­ταγή της χριστιανικής Ανατολής, ό παπικός θρόνος οργάνωσε, σε συνεργασία ρε τους δυ­τικούς ηγεμόνες, οκτώ Σταυροφορίες. Σ’ αυτές συμμετείχαν αγροίκοι και φανατισμένοι «στρα­τιώτες του Χριστού», πού στο πέρασμα τους σκότωναν, βεβήλωναν, ρήμαζαν τα πάντα. Θυ­μίζουμε μόνο ότι το 1099, όταν οι βαρβαρικές αυτές ορδές κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, κατάσφαξαν 70.000 Σαρακηνούς και έκαψαν τους Εβραίους μέσα στη συναγωγή τους· επίσης, ότι το 1204 αιματοκύλισαν την Κων­σταντινούπολη και κατέστρεψαν μνημεία ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας, ζημιώνοντας ανε­πανόρθωτα τον παγκόσμιο πολιτισμό .

Τη δεύτερη μαύρη σελίδα του Παπισμού την έγραψε ή Ιερά Εξέταση, πού καλύπτει ένα από τα εφιαλτικότερα κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας. Οδήγησε μυριάδες ανθρώπους στα βασανιστήρια και την πυρά. Βύθισε ολόκληρα κράτη στη φρίκη και τον τρόμο. Ταύτισε τον Χριστιανισμό στις συνειδήσεις των λαών με την απανθρωπιά και την ανελευθερία. Τέλος, «υπήρξε ό πρόδρομος των τρομοκρατών της Γαλλικής (1789) και της Μπολσεβίκικης (1917) Επαναστάσεως και των εγκληματιών του Φασι­σμού και του Ναζισμού». Ιδρύθηκε, όπως προ­αναφέραμε, τον 13ο αι. για να στηρίξει την πα­πική εξουσία στη Δύση. Θύματα της υπήρξαν διάφοροι αιρετικοί, άπιστοι, μάγοι, αλλόθρη­σκοι και γενικά αμφισβητίες του παπικού καθεστώτος ή υποθετικοί αντίπαλοι του. Οι ιεροεξεταστές ήταν κυρίως δομινικανοί μοναχοί και είχαν το δικαίωμα να υποβάλλουν τους υπό­πτους σε σκληρά βασανιστήρια, για να τους πειθαναγκάσουν στην ομολογία της ένοχης τους. Προβλέπονταν ποινές παροιμιώδεις για την αυστηρότητα τους· Δημόσια μαστίγωση, ισόβια δεσμά, δήμευση περιουσίας, θάνατος στη φωτιά. Διαβόητες υπήρξαν οι πανηγυρικές δημόσιες τελετές καύσεως των θυμάτων, τις όποιες ονόμαζαν Έργο Πίστεως και στις όποιες συμμετείχαν και κληρικοί.

Άλλο έγκλημα του Παπισμού, και μάλιστα των τελευταίων δεκαετιών, ύπαρξε ή ενεργός συμμετοχή του στη γενοκτονία των Σέρβων. Πρόκειται για το Βαλκανικό Ολοκαύτωμα, το όποιο οι δυτικοί ιστοριογράφοι ακόμη μέχρι σήμερα σκόπιμα αποσιωπούν.

Το 1941 οι ναζιστικές και φασιστικές δυνά­μεις της εποχής, υποστηριζόμενες από τον πάπα Πιο ΙΒ’, αποκόπτουν εδάφη της Γιουγκοσ­λαβίας και δημιουργούν το Ανεξάρτητο Κρά­τος της Κροατίας, στο όποιο εγκαθιστούν το φιλοναζιστικό καθεστώς του Αντε Πάβελιτς. Ό παπικός αρχιεπίσκοπος Ζάγκρεπ Άλόιζιγιε Στέπινατς και ο Πάβελιτς οργανώνουν την εξολό­θρευση των ορθοδόξων Σέρβων και των ολιγάριθμων Εβραίων και Τσιγγάνων τις χώρας, προκειμένου ή Κροατία να καταστεί ένα αμιγές παπικό κράτος. Έτσι, φανατισμένες ομάδες ,εθνικιστών Κροατών (Ουστάτσι), με την ενεργή συμμετοχή του παπικού κλήρου, επιδίδονται σε μαζικές σφαγές και εκτελέσεις, εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εξορίες καταστροφές Ιερών Ναών, βίαιους εκλατινισμούς και άλλες πολλές θηριωδίες: Μέσα σε τέσσερα χρόνια (1941-1945), από τους 2.300.ΟΟΟ ορθό­δοξους Σέρβους θανατώθηκαν περισσότεροι από 1.500.000, ενώ 250.000 προσηλυτίστηκαν με τη βία στον Παπισμό. Οι εναπομείναντες Σέρβοι συνέχισαν να ζουν σε καθεστώς βίας και τρόμου.

Το 1998, ό πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επικύ­ρωσε πανηγυρικά τα εγκλήματα αυτά, ανα­κηρύσσοντας τον υποκινητή τους, καρδινάλιο Ά. Στέπινατς, «άγιο» της Δυτικής «Εκκλησίας»! Την ίδια μάλιστα εποχή το Βατικανό πρωτοστα­τούσε παρασκηνιακά στην αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων, στον διαμελισμό της Γιουγκοσ­λαβίας, στα εγκλήματα της «πολιτισμένης» Δύσεως σε βάρος των ορθοδόξων Σέρβων. Θυμίζουμε μόνο το μήνυμα πού απηύθυνε ό πάπας, το 1992, σε συγκέντρωση ξένων διπλω­ματών στο Βατικανό: «Αφοπλίστε τους Σέρ­βους ή εξοπλίστε τους Μουσουλμάνους».

Ή Ρώμη δεν φαίνεται να έχει αλλάξει μέχρι σήμερα ούτε μεθόδους ούτε συμπεριφορά, παρ` όλες τις ειρηνόφιλες διεθνείς κινητο­ποιήσεις της «Αγίας Έδρας» και τα υποκριτικά «συγγνώμη» του Ρωμαίου ποντίφικα.



Ό κατάλογος των παλαιών και σύγχρονων εγκλημάτων του Παπισμού είναι μακρύς. Είναι σκληρό να το πει κανείς, μα, αν αφαιρεθεί το θρησκευτικό προσωπείο του Βατικανού, απο­καλύπτεται μια αδίστακτη οργάνωση. Ό αδυσώπητος λόγος του μεγάλου Φ. Ντοστογιέφσκι αποδεικνύεται ως τις μέρες μας πέρα για πέρα αληθινός- «Ό ρωμαϊκός καθολικισμός δεν είναι πα Χριστιανισμός… Ό καθολικισμός είναι μια πίστη μη χριστιανική… Ή Ρώμη ανακήρυξε έναν Χριστό πού υπέκυψε στον τρίτο πειρασμό του σατανά… διακήρυξε σ’ όλον τον κόσμο πώς ό Χριστός δεν μπορεί να βασιλέψει χωρίς την επίγεια βασιλεία… Ό πάπας άρπαξε γη, κάθισε σε γήινο θρόνο και πήρε το ξίφος στα χέρια του. Από τότε δεν έχει αλλάξει τίποτα, μονάχα πού στο ξίφος πρόσθεσαν και το ψευδός, τη ρα­διουργία, την απάτη, τον φανατισμό, την πρό­ληψη, το έγκλημα· παίξανε με τα πιο άγια, τα πιο δίκαια, τα πιο αγνά, τα πιο φλογερά αισθήματα του λαού- όλα, όλα τα προδώσανε, για_ να κερδίσουν την ανάξια γήινη εξουσία. Δεν είναι, λοιπόν, όλα αυτά διδασκαλία του Αντίχριστου; Πώς να μη ξεφύτρωνε από κει ό αθεϊσμός;».

ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Όπως έχει αναφερθεί, η διαφοροποίηση της λατινικής Χριστιανοσύνης από την Ορθοδοξία συνδέθηκε εξαρχής με έντονο ανθελληνικό πνεύμα . Ήδη από τον 9ο αι. κυκλοφορούνται στη Δύση διάφορα ανθελ­ληνικά συγγράμματα με τον κοινό τίτλο “Κατά των πλανών των Γραικών». Μετά το οριστικό Σχίσμα, ό ανθελληνισμός ριζώνει στα σπλάχνα της Παπικής «Εκκλησίας» και διατηρείται αμεί­ωτος, όσο ο Ελληνισμός μένει ενωμένος με την Ορθοδοξία. «Η Ρώμη ποτέ δεν υπήρξε φί­λη των Ελλήνων. Μα κι αν κάποτε υπήρξε, ή φιλία δεν κράτησε για πολύ», σημειώνει τον 16ο αι. ό λόγιος επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος. Άλλα και σήμερα ισχύει ή ίδια δια­πίστωση: “Το Βατικανό παραμένει ή μεγαλύτε­ρη ανθελληνική δύναμη και προπαγάνδα στον κόσμο» (καθηγ. π Γεώργιος Μεταλληνός). Μια σύντομη ματιά στην ιστορία του Ελληνι­σμού αποδεικνύει την πικρή αυτή αλήθεια:

• Στις 13 Απριλίου 1204, με την ευλογία του πάπα Ιννοκέντιου Γ, οι σταυροφόροι, όπως έ­χουμε αναφέρει, κατέλαβαν την Κωνσταντι­νούπολη. Ή Βασιλεύουσα έζησε ανατριχιαστι­κές στιγμές θηριωδίας και φρίκης: Σφαγές, βια­σμούς, πυρπολήσεις, λεηλασίες, βεβηλώσεις ιερών ναών κ.ά. Από τότε ή Πόλη δεν ξαναβρήκε την παλιά της δύναμη και μοιραία οδη­γήθηκε στην άλωση της από τους Τούρκους. Οι ίδιοι οι δυτικοί ιστορικοί ομολογούν ότι «ή συμ­περιφορά των Χριστιανών κατακτητών το 1204 ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη των Τούρκων το 1453. Οι δυτικοί κατακτητές μισούσαν πε­ρισσότερο τους εν πίστει αδελφούς τους απ` όσο οι Μουσουλμάνοι δύο αιώνες αργότερα» (ERNLE BRADFORD). Ακόμα και «οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι έλαβαν μέρος στη λεηλασία”. Ό πάπας εξέφρασε την ευχαρίστηση του για το ότι «ή Κωνσταντινούπολη επανήλθε στη μητέρα της, την Αγία Καθολική Εκκλησία». Σε ιστο­ρικά μαρτυρημένες επιστολές του χαρακτήρισε το γεγονός ως «μεγαλόπρεπο θαύμα» και υποστήριξε ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν το όργανο της Θειας Προνοίας, πού τιμώρησε τους Έλλη­νες για την άρνηση τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας».

• Ή Φραγκοκρατία στην Κωνσταντινούπολη κράτησε 57 χρόνια, ενώ σε άλλες περιοχές πολύ περισσότερο (στην Κύπρο μέχρι τον 16ο αι. στην Κρήτη μέχρι τον 17ο αι. και στα Επτάνησα μέχρι τον 18ο αι.). Οι Ρωμιοί με τα δεινά πού υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια (εγκατάσταση λατινικής Ιεραρχίας και διώξεις ορθοδόξων κληρικών, αρπαγή εκκλησιαστικής περιουσίας, βίαιοι εκλατινισμοί κ.ά.τι), συνειδητοποίησαν ότιτο Γένος κινδύνευε περισσότερο από τους Πα­πικούς παρά από τους Οθωμανούς. Αυτή ή αλήθεια περικλείεται στη γνωστή ρήση των ανθενωτικών του 15ου αι., «Είναι καλύτερα να δει κανείς καταμεσίς στην Πόλη σαρίκι Τούρκουκατακτητή παρά φράγκικο πηλήκιο», καθώς επίσης και στις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τον 18ο αι.: «Ό ένας αντίχριστος είναι ό πάπας· και ό έτερος είναι αυτός όπου είναι εις το κεφάλι μας… Τον πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι ή αιτία».

• Αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες κατά δεικνύουν σήμερα ότι οι παπικοί κάτοικοι των ελλαδικών περιοχών, κατευθυνόμενοι πάντοτε από τη Ρώμη, ακολούθησαν μια απόλυτα αρνη­τική – ανθελληνική στάση κατά την επανάσταση του 1821: «Προτιμούσαν τον τουρκισμό αντί του ελληνισμού», σημειώνει ό ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Αναφέρουμε ενδεικτικά επιστολή του Λατίνου επισκόπου Τήνου, της 8ης Μάιου ) 1822, οπού γράφονται και τα έξης αποκαλυπτικά: «Μόλις άρχισε ή επανάσταση αυτού του ελληνικού έθνους, επεδίωξα με κάθε επιμέλεια να τηρήσω μια τέλεια ουδετερότητα τόσο εγώ όσο και πάντες οι καθολικοί, και μέχρι του παρόντος κανένας καθολικός δεν έχει πιάσει όπλα εναντίον του κυρίαρχου (δηλ. του Σουλτάνου). Επειδή από αύτη την αιτία απειλήθηκα μαζί με όλο τον κλήρο, και υπήρξε μεγάλος κίνδυνος να αρπαχτούν οι εκκλησίες μας, αμέσως ζήτησα τη βοήθεια και την προστασία της Γαλλίας».

• Όταν, το 1919, οι Βρετανοί συζητούσαν την απόδοση της Κων/πόλεως στην Ελλάδα, το Βατικανό δήλωνε ότι προτιμούσε «να βλέπει την ημισέληνο πάνω στην Άγια – Σοφία παρά τον Ελληνικό Σταυρό!» Και κατά τη Μικρασιατική, Καταστροφή του 1922 ό πάπας έστελνε πρώτος συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Κεμάλ Άτατούρκ. Το «μακεδονικό Ζήτημα» είναι κατασκεύασμα της παπικής προπαγάνδας από το 1601. Και όταν το 1986 κυοφορείται το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων το Βατικανό μεθοδεύει απροκάλυπτα την ανθελληνική του πολιτική. Οργανώνει έκθεση ορθόδοξων ελληνικών εικόνων τις οποίες προβάλει σαν ‘ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΉ ΤΈΧΝΗ». Τυπώνει τις παπικές εγκυκλίους και στην ψευδεπίγραφη «μακεδονική γλώσσα», ενώ στην ίδια διάλεκτο απαγγέλει τις ευχές από τον Άγιο Πέτρο και ο πάπας. Τέλος είναι γνωστές οι διασυνδέσεις του Βατικανού με την σχηματιστική εκκλησία των Σκοπίων την οποίας την ένταξη στην Ουνία επιδιώκει.

ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ

Παρόλο πού ή κατηφορική πορεία της αλλοτριωμένης δυτικής Χριστιανοσύνης δεν άφησε κανένα περιθώριο συνεννοήσεως με την Ορθόδοξη Ανατολή, ή νοσταλγία της πρωτοχριστιανικής ενότητας δεν έλειψε ποτέ από ψυχές των πιστών. Από τον 11ο μέχρι και 15ο αι. πραγματοποιήθηκαν συνολικά δέκα τρεις ενωτικές προσπάθειες, χωρίς όμως και απ αυτές να οδηγήσει στην ενότητα της πίστεως. Οι βασικότεροι λόγοι αποτυχίας τους ήταν οι έξης:

Ή εμμονή των Λατίνων στο παπικό πρωτείο εξουσίας. Αυτοί, πιστεύοντας ότι ο Ρωμαιοποντίφηκας αποτελεί την πηγή της ενότητας και το μόνο αλάθητο κριτήριο της πίστεως, έβλεπε πάντοτε την ενότητα ως υποταγή στον πάπα.Αντίθετα, ή Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρούσε μοναδική βάση της ενότητας την κοινή πίστη στον Χριστό πού είχαν πριν από το Σχίσμα όλοι οι Χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση. Γι’ αυτό και καλούσε τους Παπικούς να επιστρέψουν στηνενιαία χριστιανική παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων.

2. Ή συνεχής χρήση από τους Παπικούς βίαιων και δόλιων μεθόδων για την καθυπόταξη των Ορθόδοξων (Σταυροφορίες, Ουνία, βίαιοι εκλατινισμοί κ.ά.).

Ή προβολή της ενότητας, και από τις δύο πλευρές, ως μέσου για την επίτευξη κοινωνικώνπολιτικών και άλλων εγκόσμιων σκοπών.

Σε μια από αυτές τις ενωτικές προσπάθειες, το 1274 (Σύνοδος Λυών), ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος αποδέχθηκε τις καινοτομίες της Ρώμης και υπέγραψε την ένωση των Εκκλησιών, προκειμένου να εξασφάλιση την πολιτική υποστήριξη του πάπα. Στην Κωνσταντινούπολη, όμως, ο λαός αντέδρασε με σφοδρότητα. και οι Αγιορείτες μοναχοί ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στον αυτοκράτορα και διέκοψαν κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με το λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Βέκκο. Σύντομα έφτασαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, για να επιβάλουν την ψευδένωση με τη βία. Άλλους από το μοναχούς απαγχόνισαν, άλλους έσφαξα άλλους έπνιξαν στη θάλασσα, άλλους έκαψαν ζωντανούς. Με τη θυσία των οσιομαρτύρων Αγιορειτών Πατέρων και με την καθολική αντίδραση του λαού ή ψευδένωση στη Λυών σύντομα ακυρώθηκε στην πράξη.

Άλλη σημαντική ενωτική απόπειρα πραγματοποιήθηκε στη Σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). Με τη Σύνοδο αυτή, οι Ορθόδοξοι αποσκοπούσαν στη βοήθεια της Δύσεως για την αναχαίτιση των τουρκικών ορδών, ενώ ο πάπας Ευγένιος Δ’ απέβλεπε στην εδραίωση τις θέσεως του έναντι της μεταρρυθμιστικής αντιπαπικής Συνόδου της Βασιλείας (1431 – 1449) Ύστερα από αλλεπάλληλες πιέσεις και εκβιασμούς, οι Ορθόδοξοι υπέγραψαν τον Ενωτικό Όρο, ο οποίος μέσα από ασαφείς φραστικές διατυπώσεις αναγνώριζε το παπικό πρωτείο και νομιμοποιούσε τους λατινικούς νεωτερισμούς επέτρεπε όμως στην κάθε πλευρά να ακολουθεί ελεύθερα τα δικά της δόγματα και έθιμα. Τι συμβιβασμό αρνήθηκε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος Εφέσου, ο οποίος με το αυστηρά ορθόδοξο ήθος του και την υψηλή θεολογική επιχειρηματολογία του είχε επιβληθεί στη συνοδική συνείδηση. Για αυτό και ο πάπας όταν πληροφορήθηκε την άρνηση του να υπ γράψει, ομολόγησε: «Λοιπόν, δεν κάναμε τίποτα!”. Στην Ανατολή ή ένωση αυτή δεν επικράτησε, γιατί ο λαός αντέδρασε και οι μεταγενέστε­ρες Σύνοδοι την αποδοκίμασαν. Ωστόσο, στους αιώνες πού ακολούθησαν, οι ενωτικές απο­φάσεις της ψευδοσυνόδου προβλήθηκαν συ­στηματικά από τη λατινική προπαγάνδα για την προώθηση της Ουνίας.

ΟΥΝΙΑ

Ή Ούνία είναι ένα πανούργο θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, πού επινοήθηκε από τον Παπισμό για την υποταγή των Χριστιανών της Ανατολής στην παπική κυριαρχία. Σύμφωνα μ’ αυτό το σχήμα, με απόσπαση πιστών από τους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δημιουργούνται νέες «εκκλησιαστικές» κοινότητες, οι όποιες διατηρούν μεν εξωτερικά τον ορθόδοξο εκκλη­σιαστικό τους ρυθμό (αμφίεση κληρικών, λει­τουργικό τυπικό, αρχιτεκτονική ναών, εικονο­γραφία κ.ά), αναγνωρίζουν όμως τον πάπα και μνημονεύουν το όνομα του στις εκκλησια­στικές ακολουθίες. Έτσι προκύπτουν οι Ουνίτες, οι όποιοι στην πραγματικότητα είναι Παπικοί —αφού εμμέσως αποδέχονται όλα τα παπικά δόγματα—, φορούν όμως προσωπείο Ορθοδόξου, για να εξαπατούν τους απλοϊκούς πιστούς και να τους πείθουν ότι είναι δυνατή ή ένωση δίχως εγκατάλειψη της Ορθοδοξίας.

Ή Ούνία ως ιδέα γεννήθηκε τον 13ο αι., αλλά επίσημα άρχισε να δραστηριοποιείται τρεις αιώνες αργότερα. Για τη συστηματικότερη ενεργοποίηση της, το 1622 εντάχθηκε στη διαβόητη Προπαγάνδα της Πίστεως (PROPAGANDA FIDEL), «τον πρώτο στην ανθρώπινη Ιστορία μηχανισμό ιδεολογικής προπαγάνδας και μεθο­δικής “πλύσεως εγκεφάλου” των μαζών».

Ή εποπτεία και προώθηση της Ουνίας ανατέθηκε στους ιησουΐτες μοναχούς. Αυτοί, πι­στοί στο δόγμα τους «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», εργάζονταν με ανένδοτο πείσμα, ανα­πτύσσοντας μια παροιμιώδη για τη δολιότητά της δράση: Εκμεταλλεύονταν την ανέχεια εμπερίστατων ορθοδόξων πληθυσμών και ασκούσαν φιλανθρωπικό έργο, δημιουργούσαν αντιθέσεις και φανατισμούς, προσεταιρίζονταν δυσαρε­στημένους ή φιλόδοξους κληρικούς, εξαγόραζαν συνειδήσεις κ.ά. Αναφέρουμε δύο μόνο πα­ραδείγματα των ουνιτικών μεθοδεύσεων:

α) Το 1577 ιδρύεται στη Ρώμη το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου για την προ­σφορά ανώτερες παιδείας στα υπόδουλα Ελ­ληνόπουλα. Οι απόφοιτοι του Κολεγίου δηλώ­νουν υποταγή στον πάπα και, στη συνέχεια, εργάζονται στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για τον εξουνιτισμό των συμπατριωτών τους.

β) Το 1596 (Σύνοδος του Μπρέστ), με την ισχυρή επιρροή ιησουϊτών μοναχών, ο βασιλιάς της Πολωνίας επιβάλλει με τη βία την Ούνία στους ορθόδοξους Πολωνούς, Λιθουανούς και Ουκρανούς. Εκατομμύρια Ορθόδοξων έγιναν τότε Ουνίτες, ενώ όσοι αρνήθηκαν υπέστησαν πρωτοφανείς διώξεις. Ή ουνιτική Σύνοδος του Μπρέστ έγινε απαρχή απερίγραπτων δεινών για τους Ορθόδοξους, πού συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε αρκετές περιοχές (Ουκρανία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Μέση Ανατολή κ. ά.).

Ή Ούνία προβλήθηκε από τον Παπισμό ως μοντέλο ενώσεως των Χριστιανών οι ορθόδο­ξοι λαοί, όμως, πού γνώρισαν το αληθινό της πρόσωπο, την απέκρουσαν με βδελυγμία, ενώ σύσσωμη ή Ορθόδοξη Εκκλησία την απέρριψε για τους έξης δύο λόγους:

Το Βατικανό επιμένει πεισματικά να ενισχύει και σήμερα την Ούνία. Κι αυτό γιατί ή Ούνία αποδεικνύεται ο ευκολότερος και αποτελεσμα­τικότερος τρόπος προσηλυτισμού των Ορθόδοξων. Επίσης, παρέχει στον Παπισμό μια ψευ­δαίσθηση καθολικότητας, αφού περιλαμβάνει στους κόλπους του Χριστιανούς, σε Δύση και Ανατολή, πού χρησιμοποιούν είτε τον ορθόδο­ξο είτε τον λατινικό ρυθμό. Επιπλέον, διευ­κολύνει τη διεθνή πολιτική του Βατικανού και προωθεί τους πολιτικοοικονομικούς του στό­χους. Τέλος, οι Ουνίτες, επειδή κυριαρχούνται νομοτελειακά από το σύνδρομο του γενιτσαρισμού, μισούν θανάσιμα τους πρώην ομοπίστους τους και αναδεικνύονται οι φανατικότεροι υποστηρικτές του παπικού θεσμού. και αυτό, ιδι­αίτερα σήμερα, το έχει ανάγκη ο πάπας.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ – ΠΑΠΙΣΜΟΥ

‘Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της Οικουμε­νικής Κινήσεως, της οργανωμένης δηλαδή προσπάθειας για την επανένωση όλων των Χρι­στιανών της οικουμένης. Ό ενωτικός ενθου­σιασμός πού καλλιέργησε ή Κίνηση αυτή και το πανανθρώπινο αίτημα για καταλλαγή, ύστερα μάλιστα από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, οδήγησαν στην έναρξη μιας νέας προσπάθειας για την επαναπροσέγγιση Ανατολής και Δύσεως.

Ό σύγχρονος Διάλογος εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Ή πρώτη φάση — Διάλογος Αγάπης (1965 και εξής)— συνίσταται κυρίως στην καλ­λιέργεια καλών σχέσεων, με σκοπό την εδραί­ωση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ή δεύ­τερη φάση — Θεολογικός Διάλογος ή Διάλογος Αληθείας (1980 και εξής)— συνίσταται στον διάλογο πού διεξάγεται, παράλληλα με τον Διάλογο της Αγάπης, από τη Διεθνή Μικτή Θε­ολογική Επιτροπή, την οποία απαρτίζουν θε­ολόγοι, εκπρόσωποι των Ορθόδοξων και των Λατίνων. Ή Μικτή Επιτροπή εκπονεί θεολογικά κείμενα κοινής καταρχήν αποδοχής, τα όποια στη συνέχεια δέχονται κριτική ή περαιτέρω επεξεργασία από τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Βατικανό. .

Ή σύγχρονη αυτή ενωτική προσπάθεια μέχρι σήμερα δεν έχει αποφέρει κανέναν ουσιαστικό καρπό. Γιατί ο Διάλογος της Αγάπης κατόρθω­σε να βελτιώσει μόνο επιφανειακά το ψυχολογικό κλίμα μεταξύ των δύο μερών, ενώ ο Θεολογικός Διάλογος δεν έλυσε καμία απολύτως διαφορά.

Εξετάζοντας διεξοδικά τον σύγχρονο Διάλο­γο, παρατηρούμε ότι συνυπάρχουν σ’ αυτόν οι αναφερθέντες τρεις βασικοί παράγοντες απο­τυχίας όλων των παλαιότερων ενωτικών προ­σπαθειών. Συγκεκριμένα:

Το παπικό πρωτείο εξουσίας. Το Βατικανό, όπως προκύπτει και από τις αποφάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου, παραμένει και σήμερα στε­ρεά προσκολλημένο στα δόγματα του παπικού πρωτείου και αλάθητου, θεωρώντας την αποδοχή τους ως τον αναγκαίο όρο για τη χριστια­νική ενότητα. Το 1965. αμέσως μετά την έναρξη του Διαλόγου της Αγάπης, ο πάπας Παύλος ΣΤ, μέσα από μία εγκύκλιο του, έστελνε προς όλες τις κατευθύνσεις το σαφές μήνυμα του: Απατώνται όσοι πιστεύουν ότι εμείς θα παραι­τηθούμε από τα προνόμια μας. τα οποία μας δόθηκαν από τον Θεό διαμέσου του αποστόλου Πέτρου”. ‘Αλλά και όλοι οι άλλοι πάπες των τε­λευταίων χρόνων δεν δίστασαν να διακηρύξουν απερίφραστα το πρωτείο τους ακόμα και μέσα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, κάθε φορά πού επισκέπτονταν το Οικουμενικό Πατριαρ­χείο. Υψηλόβαθμο στέλεχος του Βατικανού εξήγησε αυτή την υπεροπτική εμμονή της Ρώμης με τον έξης εντυπωσιακό λόγο: «Ή εγκατάλειψη του παπικού πρωτείου ισοδυναμεί με άρνηση του Ευαγγελίου

Ή Ούνία. Το Βατικανό, δέσμιο της μεσαι­ωνικής νοοτροπίας του, εξακολουθεί, όπως έχει αναφερθεί, να στηρίζει προκλητικά την Ούνία, εκδηλώνοντας με τη στάση του αυτή την αμε­τάβλητη πρόθεση του να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία με τον δόλο και την απάτη. Έτσι, μετά την πτώση του κομμουνισμού (1989 και εξής), εισέβαλε βίαια στις παραδοσιακά ορθό­δοξες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και, θε­ωρώντας τες ως τόπους ιεραποστολής, επιδό­θηκε στην οργάνωση ουνιτικών κοινοτήτων. Χειροτονήθηκαν, λοιπόν, ουνίτες επίσκοποι σε περιοχές όπου οι Ουνίτες ήταν ελάχιστοι ή εντελώς ανύπαρκτοι και ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις στους εμπερίστατους Ορθόδοξους για την προσχώρηση τους στην Ούνία (βίαιες κα­ταλήψεις ορθοδόξων ναών, αρπαγή εκκλησια­στικών περιουσιών, διώξεις κληρικών, βιαιο­πραγίες, συμπλοκές με τραυματισμούς και ανθρώπινα θύματα κ.ά.). και παρ` όλους τους κλυδωνισμούς, τους οποίους έχει προκαλέσει στον Διάλογο ή αναβίωση της Ούνίας, ο σημε­ρινός πάπας εξακολουθεί να διακηρύσσει ότι «ο καλύτερος τρόπος για την ενότητα στην Εκ­κλησία είναι αυτός της Ούνίας»

Ή εκκοσμίκευση. Πολιτικοί σχεδιασμοί και εγκόσμιες σκοπιμότητες υπεισέρχονται στις διεργασίες του σύγχρονου Διαλόγου και απο­δυναμώνουν την κρυστάλλινη φωνή της ορθό­δοξης θεολογίας. Στην υπό διαμόρφωση Νέα Τάξη Πραγμάτων, οι ισχυροί της γης στηρίζουν και συχνά επιβάλλουν όλους τους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διάλογους. Στόχος τους είναι ή παγκοσμιοποίηση και στο θρησκευ­τικό επίπεδο με την επικράτηση της Πανθρησκείας.



Παράλληλα, τόσο ή Ρώμη όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται να προ­σεγγίζουν τον Διάλογο με εκκοσμικευμένα κρι­τήρια. Το Βατικανό για να τονώσει το κλονισμέ­νο του κύρος στη Δύση και να ενισχύσει τον διεθνή του ρολό. και ή πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για να θωρακίσει, καθώς πιστεύει, το Πατριαρχείο, το οποίο πλήτ­τεται από την εξοντωτική τουρκική πολιτική.

Έκτος από τους τρεις αυτούς παράγοντες, πού προδιαγράφουν την ατυχή κατάληξη του Διαλόγου, δύο νέες παράμετροι κυριαρχούν στις διμερείς επαφές και καθιστούν ορατό τον κίνδυνο να υπογραφεί μια ακόμη ψευδένωση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Πρόκειται α) για το βατικάνειο ενωτικό σχέδιο και β) για την αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος.



Συγκεκριμένα:

α) Το βατικάνειο ενωτικό σχέδιο. Γνωρίζον­τας τα Βατικανό ότι οι ορθόδοξοι λαοί δεν πρόκειται να θυσιάσουν στον βωμό μιας ψευ­δεπίγραφης ενώσεως τις ιερές παραδόσεις τους, έθεσε σε εφαρμογή, αμέσως μετά τη Β’ Βατικανή Σύνοδο, ένα ενωτικό σχέδιο ουνιτικού τύπου. Σύμφωνα μ’ αυτό, οι Ορθόδοξοι θα ενταχθούν στην ηγεμονία της Ρώμης χωρίς να εγκαταλείψουν την Εκκλησία τους ή την αποστολοπαράδοτη πίστη τους, παρά μόνο αναγνωρίζοντας έναν νέο τύπο παπικού πρωτείου.

Τα νέο αυτό πρωτείο δεν θα διαφέρει ουσια­στικά από το κλασικό παπικό πρωτείο εξουσίας, θα διατυπωθεί όμως, μέσω του Διαλόγου, με τέτοιο τρόπο, πού θα γίνει αποδεκτό από τους Ορθόδοξους (πχ. ως πρωτείο διακονίας). Πρό­κειται για μια καλοσχεδιασμένη σύγχρονη μορφή Ούνίας. “Το πρωτείο θα το διατυπώσου­με με τέτοιο τρόπο, ώστε θα το δεχθείτε”, δήλωνε με νόημα στέλεχος του Βατικανού σε ορθόδοξους θεολόγους, πριν από πολλά χρόνια. και ο πρόεδρος του Ποντιφικικού Συμβουλίου για την ενότητα των Χριστιανών καρ­δινάλιος Κάσπερ σημείωνε το 2001: «Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε την Ορθόδοξη Εκ­κλησία όπως είναι. Ή πλήρης κοινωνία με το δυ­τικό μέρος της Εκκλησίας δεν σημαίνει οποι­αδήποτε αλλαγή για τον απλό Ορθόδοξο, ούτε έχει την παραμικρή πρόθεση ο πάπας να ανα­μειχθεί στα εσωτερικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Το Βατικανό, παράλληλα, για να διαθέσει ευμενώς τους Ορθόδοξους, δείχνει να εγκατα­λείπει τη σκληρή στάση του παρελθόντος και επιδίδεται σε μια επίθεση αγάπης και φιλίας: Καλλιεργεί συστηματικά τις καλές σχέσεις με ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων, διορ­γανώσεις κοινών θεολογικών συνεδρίων, χο­ρηγήσεις υποτροφιών, αποδόσεις ιερών λειψά­νων, οικονομικές ενισχύσεις κ.ά.

Το 1965 προχωρεί, από κοινού με το Οικου­μενικό Πατριαρχείο, στην άρση των ανα­θεμάτων του 1054″·.

Αναγνωρίζει τους Ορθόδοξους ως “αδελ­φούς εν Κυρίω-, τους οποίους -η Καθολική Εκ­κλησία περιβάλλει μετά αδελφικού σεβασμού και στοργής». Στις διμερείς επαφές καθιερώνει για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες την ονομασία αδελφές εκκλησίες

Αναγνωρίζει τα Μυστήρια των Ορθόδοξων και παρακινεί τους πιστούς του σε συμπροσευχές και μυστηριακή κοινωνία με αυτούς.

Διακηρύσσει ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι πα­πικές κακοδοξίες παρουσιάζονται ως θεολογούμενα ζητήματα ή ως διαφορετικές αλλά νόμιμες εκφράσεις της ίδιας πίστεως, πούεμπλουτίζουν τη χριστιανική παράδοση. Γι’ αυτό και στα κοινά θεολογικά κείμενα του επίσημου Διαλόγου οι παπικοί εκπρόσωποι αρνούνται επίμονα να αναφερθεί το γεγονός των δογμα­τικών διαφορών

Με όλη αυτή τη στρατηγική του, το Βατικανό ελπίζει ότι θα κάμψει τις ορθόδοξες αντιστά­σεις και θα δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα, ώστε οι Ορθόδοξοι να κοινωνούν χωρίς ενδοι­ασμούς σε παπικούς ναούς και οι Παπικοί σε ορθόδοξους αντίστοιχα. Έτσι, σύμφωνα με το βατικάνειο σχέδιο, ή ένωση θα επέλθει εκ των Πραγμάτων με παράκαμψη των θεολογικών διαφορών.

Οι σύγχρονες εξελίξεις, όμως, αποκάλυψαν με τρόπο οδυνηρό ότι Οι διακηρύξεις αγάπης και τα μειδιάματα της Ρώμης δεν εκφράζουν τις αγαθές προθέσεις της, αλλά αποτελούν δι­πλωματικό ελιγμό για την εξαπάτηση των Ορθοδόξων. Ή φανατισμένη αναβίωση της Ούνίας στην Ανατολική Ευρώπη και ή απροκάλυ­πτη ανάμειξη του Βατικανού στην εξόντωση των ορθοδόξων Σέρβων αφαίρεσαν το ειρη­νόφιλο προσωπείο της «Άγιας Έδρας» και φανέρωσαν το πραγματικό της πρόσωπο: Την αθεράπευτη πονηρία της και την έμμονη τάση της για εκκλησιαστική κυριαρχία και κοινωνικο­πολιτικό επεκτατισμό. Ή καταλλαγή, ή αμοιβαία εμπιστοσύνη και ο αδελφικός σεβασμός —πο­λυδιαφημιζόμενοι καρποί του Διαλόγου της Αγάπης— αποδείχθηκαν, δυστυχώς, ένα μεγά­λο ψέμα. Ό Διάλογος όχι μόνο δεν άλλαξε το Βατικανό, αλλά λειτουργεί υπέρ των συμφε­ρόντων του.

β) Ή αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος. Από τις αρχές του 20ου αί. στον χώρο της Ορ­θοδοξίας παρατηρείται μια σταδιακή απομά­κρυνση από τη δογματική ακρίβεια των αγίων Πατέρων και τη μακραίωνη παραδοσιακή στάση έναντι των αιρετικών. Κάποιοι ορθόδοξοι εκ­κλησιαστικοί ηγέτες και θεολόγοι, σπουδαγ­μένοι συνήθως σε ετερόδοξες Θεολογικές Σχολές και επηρεασμένοι από το συγκρητιστικό πνεύμα της Οικουμενικής Κινήσεως, πα­ρακάμπτουν τις παπικές κακοδοξίες και αντιμετωπίζουν τον Παπισμό ως κανονική Εκκλησία, ή οποία τάχα συναποτελεί με την Ορθόδοξη τη Μία Εκκλησία, πού ίδρυσε ο Χριστός. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη διάβρωση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, πού εμφανίστηκε με την έναρξη του σύγχρονου Διαλόγου και εξαπλώ­θηκε στη συνέχεια με ταχύ ρυθμό.

Αναφέρου­με ενδεικτικά:

Ό οικουμενικός πατριάρχης Άθηναγόρας (1972), ο όποιος έθεσε τις βάσεις του σύγχρο­νου Διαλόγου, υποστήριζε ότι “δεν θεωρείται αναγκαία ή έκτων προτέρων δογματική ένατης των επί μέρους Εκκλησιών. Είναι δυνατόν να ενωθούν αι Έκκλησίαι κρατούσαι ότι έχει έκα­στη ως πίστιν και δόγμα, και ούτως ηνωμένοι να αναθέσουν εις την θεολογία να επίλυση και ναεναρμόνιση εν καιρώ τις δογματικός αυτών διαφοράς·. Υποβαθμίζοντας, λοιπόν, ο πα­τριάρχης τα δόγματα και έχοντας μια συναι­σθηματική αντίληψη «αγάπης», προχώρησε σε αντικανονικές ενέργειες- Συμπροσευχόταν με τον πάπα, μνημόνευε το όνομα του στη Λει­τουργία, μετέδιδε τη θεία Κοινωνία σε Παπι­κούς.



Τελικά ή ενωτική του πολιτική, επειδή είχε προϋποθέσεις καθαρά ανθρωποκεντρικές και όχι θεολογικές ή σωτηριολογικές, δεν προώθη­σε την ενότητα, αλλά υπονόμευσε την αλήθειατης Εκκλησίας. Άλλωστε, ή πατερική μας παρά­δοση θεμελιώνει την ενότητα μόνο στην κοινή πίστη: «Όταν όλοι έχουμε την ίδια πίστη, τότε υπάρχει ενότητα” (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος). και απαιτεί να θυσιάζεται ή ανθρώπινη φιλία, όταν εξαιτίας της υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε την ορθή πίστη: “Είναι προτιμότερη ή διαμάχη πού γίνεται για κάτι επαινετό (όπως είναι ή πίστη), παρά ή ειρήνη πού μας χωρίζει από τον θεό” (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).Όσο για τη θεία Ευχαριστία, αυτή ποτέ δεν θε­ωρήθηκε μέσο για την επίτευξη ενότητας, αλλά πάντοτε ακολουθεί την ενότητα της πίστεως ως επιστέγασμα της

Οι συμπροσευχές των Ορθοδόξων με τους Παπικούς είναι σήμερα μια συνηθισμένη πρα­κτική στα πλαίσια των διμερών συναντήσεων. Οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, όμως απαγο­ρεύουν αυστηρά, με ποινές καθαιρέσεως καιαφορισμού, τις συμπροσευχές με τους αιρετι­κούς. και τούτο, γιατί, καθώς εξηγεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Οι συμπροσευχές φα­νερώνουν ότι Οι Ορθόδοξοι αποδέχονται την αιρετική πίστη και είναι απρόθυμοι να ελευ­θερώσουν τους αιρετικούς από την κακοδοξία τους.

Δυστυχώς, Οι απλές συμπροσευχές των Διαλόγων μεταλλάχθηκαν με τον καιρό σε λει­τουργικές συμπροσευχές. Αναφέρουμε ειδικό­τερα την ετήσια αμοιβαία συμμετοχή Ορθοδόξων και Παπικών στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα, γιατί αυτή, όπως επίσημα έχει ομολογηθεί, «δεν είναι της κατά κόσμον εθιμοτυπικής τάξεως είναι συνεορτασμός εκκλησιαστικός». Σ αυτούς τους συνεορτασμούς καθιερώνονται συγκεκριμένες λειτουργικές πράξεις, πού δί­νουν την ψευδή εντύπωση ενότητας και δημι­ουργούν σύγχυση και σκανδαλισμό στις απλές ψυχές.

Για παράδειγμα, το 2006 ο πάπας έγινε δεκτός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με εκ­κλησιαστικές τιμές, ως ορθόδοξος πρωθιεράρχης, και συμμετέσχε στη θεία Λειτουργία φορώντας ωμοφόριο, απαγγέλλοντας το”Πά­τερ ημών…», ανταλλάσσοντας ασπασμό με τον πατριάρχη στο «Άγαπήσωμεν αλλήλους…»·, ευ­λογώντας το ορθόδοξο εκκλησίασμα.



Αυτές Οι πράξεις, όμως, είναι πρωτοφανείς στην απο­στολική, πατερική και συνοδική μας παράδοση. Με τέτοιου είδους λειτουργικούς συγχρωτισμός το Βατικανό αναγνωρίζεται στην πράξη, από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδο­ξίας, ως κανονική Εκκλησία και ο αιρεσιάρχης πάπας ως κανονικός επίσκοπος Ρώμης, αποκα­λούμενος μάλιστα άπ’ αυτούς ως «ο πρώτος της ανά τον κόσμον Χριστιανοσύνης επίσκοπος·». Ή Ορθοδοξία, δηλαδή, φαίνεται να πα­ραιτείται από την αλήθεια της και να ταυτίζεται με την αίρεση!

• Ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες υποστηρίζουν ένθερμα τη θολή θεωρία των αδελφών Εκκλησιών. Σύμφωνα με αυτήν, ή Λα­τινική «Εκκλησία», παρ’ όλες τις αιρέσεις της, είναι πλήρης και αληθινή Εκκλησία, με κανονική Ιεροσύνη και έγκυρα Μυστήρια, γι’ αυτό και θε­ωρείται αδελφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι τολμηρές αυτές απόψεις διατυπώθηκαν το 1993 στο κοινό Κείμενο πού υπέγραψαν Ορθόδοξοι και Παπικοί στη Ζ’ Συνέλευση της Μικτής Επι­τροπής του επίσημου Διαλόγου (Μπαλαμάντ Λιβάνου). Λίγο αργότερα, το 1995, ο οικουμενι­κός πατριάρχης και ο πάπας, σε Κοινό Ανακοι­νωθέν, παραπέμπουν στο Κείμενο του Μπαλα­μάντ και αναφέρουν- -Έξορκίζομεν τους πι­στούς μας, Καθολικούς και Ορθόδοξους, να ενισχύσουν το πνεύμα αδελφοσύνης, το όποιον προέρχεται εκ του μοναδικού Βαπτίσματος και της συμμετοχής εις την μυστηριακή ζωήν»



Σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, όμως, “όσο δεν αναγεννήθηκαν από τη θεία χάρη, πού ενεργεί μόνο στη Μία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν συγκροτούν καμιά Εκκλησία, ούτε ορατή ούτε αόρατη- {άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως). Οι “Εκκλησίες Ανα­τολής και Δύσεως ήταν αδελφές “Εκκλησίες πριν από το Σχίσμα, όταν είχαν την ίδια πίστη. Μετά το Σχίσμα, αυτή η αδελφότητα διασπάσ­θηκε. Παπικοί και Ορθόδοξοι εξακολουθούν, ασφαλώς, να είναι αδελφοί ως έμψυχα δημι­ουργήματα του ίδιου Θεού, όχι όμως και αδελ­φοί «εν τη πίστει». Μετά το Σχίσμα. αδελφές Εκκλησίες είναι μεταξύ τους μόνο Οι επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Για αυτό “ή αναγνώριση χωρισμένων εκκλησιαστικών ομο­λογιών ως “αδελφών Εκκλησιών” είναι παραπλανητική. Δεν προωθεί αλλά φαλκιδεύει την ενότητα των ποτών» (καθηγ.. Γεώργιος Μαντζαρίδης).

• Χαρακτηριστικό παράδειγμα ατολμίας, συμβιβαστικής νοοτροπίας και υποχωρη­τικότητας στις αξιώσεις του Βατικανού απο­τελεί η στάση ορθοδόξων προκαθημένων και θεολόγων στο πρόβλημα της Ούνίας.

Οι Ορθόδοξοι είχαν θέσει ως απαραίτητο όρο για την έναρξη του Διαλόγου την κατάργηση των Ουνιτικών «Εκκλησιών» και την ενσωμάτωση των μελών τους, υστέρα από ελεύθερη επιλογή, είτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία είτε στη Λατινική. «Ουνία και Διά­λογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως», τονίστηκε με κατηγορηματικό τρόπο στην Γ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1964). Ωστόσο, μολονότι ή Ουνία όχι μόνο δεν κα­ταργήθηκε αλλά και ενισχύθηκε ποικιλο­τρόπως, οι Ορθόδοξοι, με τα παράτολμα βήματα του πατριάρχη Άθηναγόρα, σύρθη­καν στον Διάλογο της Αγάπης. Και τον συν­έχιζαν αδιαμαρτύρητα, όταν το 1968 Οι Ου­νίτες της Τσεχοσλοβακίας εξαπέλυσαν εναντίον των Ορθοδόξων «ένα διωγμό, προ του οποίου ωχριά ο διωγμός του Δεκίου»…

Όταν, πάλι, το 1980 ξεκίνησε ο Θεολο­γικός Διάλογος, Οι Ορθόδοξοι ζήτησαν από τη Ρώμη να μη συμπεριλάβει Ουνίτες στην αντιπροσωπεία της. Το Βατικανό, όμως, στα 28 μελή της αντιπροσωπείας του συμπεριέλαβε και 8 Ουνίτες. και Οι Ορθόδοξοι το δέχθηκαν…

Το 1993, παρ’ όλες τις ουνιτικές βιαιότητες στην Ανατολική Ευρώπη, εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον Διάλογο έβα­λαν την υπογραφή τους στο Κείμενο του Μπαλαμάντ. Σ’ αυτό το διάτρητο Κείμενο, εκτός των άλλων, αναγνωρίζεται και δικαιώνεται πανηγυρικά ή ύπαρξη και δραστηριοποίηση των Ουνιτικών «Εκκλησιών» Το 2000 ο Διάλογος διακόπηκε εξαιτίας των Ουνιτών, και συμφωνήθηκε το πρόβλημα της Ούνίας να είναι το πρώτο και μοναδικό θέμα συζητήσεως σε πιθανή επανέναρξή του.

Το 2006 ο Διάλογος άρχισε και πάλι, πα­ρακάμπτοντας όμως το πρόβλημα της Ού­νίας και ακολουθώντας διαφορετική θεμα­τολογία. Αυτή ή απαράδεκτη —και αναξιο­πρεπής για τους Ορθόδοξους— υπαναχώ­ρηση πιστοποιεί ότι ή γραμμή πού ακολου­θεί ο Διάλογος χαράσσεται από το Βατικα­νό, σύμφωνα με τον παποκεντρικό οικουμε­νισμό του· οι Ορθόδοξοι απλώς ακολου­θούν…

Ή πολλαπλή κρίση, πού μαστίζει τον σημε­ρινό Διάλογο της Ορθοδοξίας με τον Πα­πισμό, είναι πλέον κοινή διαπίστωση. Ή συμ­μετοχή της Εκκλησίας μας σε αυτόν έχει νόημα, εφόσον οι Ορθόδοξοι εκθέτουν αυθεντικά την αλήθεια της πίστεως μας και εφόσον οι Παπικοί προτίθενται να επιστρέ­ψουν σ’ αυτήν την πίστη, πού μέχρι το Σχίσμα ήταν και δική τους. Δυστυχώς, όμως, ούτε αυθεντική και επαρκής ορθόδοξη μαρ­τυρία δίνεται πάντοτε ούτε ή Ρώμη είναι διατεθειμένη να απορρίψει τις πλάνες της . Το Βατικανό με τον Διάλογο δεν αποβλέπει στην ενότητα της αληθινής πίστεως αλλά στην αναγνώριση του «υπό τους Ορθοδόξους ως πραγματικής Εκ­κλησίας. και αυτό επιτυγχάνεται χάρη στην … παπική διπλωματία και την περίεργη ενδο­τικότητα των Ορθόδοξων, Δίχως καθαρά θεολογικά κριτήρια και δίχως ειλικρίνεια, ο Διάλογος είναι παραπλανητικός και απο­βαίνει επιζήμιος για το ορθόδοξο πλήρωμα, ενώ απεναντίας αποτελεί το καλύτερο στήριγμα του χρεοκοπημένου Βατικανού.

Ενδεικτικό, τέλος, της κρίσεως πού αντι­μετωπίζει ο Διάλογος, είναι και το γεγονός της παραιτήσεως του επικεφαλής της ορθόδοξης αντιπροσωπείας και συμπροέδρου της Διεθνούς Επιτροπής του Διαλό­γου, σεβασμιότατου αρχιεπισκόπου Αυ­στραλίας κ. Στυλιανού. «Μετά την 20ετή επί­πονη προεδρία μου εις τον Επίσημο Θεολο­γικό Διάλογο Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθο­λικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μην έχω πλέον ουδεμία σχέση με ένα τέτοιο “ανούσιο παίγνιο”» δήλωνε χαρακτηρι­στικά το 2007. και, ως καλός γνωστής των όσων συμβαίνουν στα ενδότερα του Βατικα­νού, συμπλήρωνε: «Μετά την όλως απροσδόκητη, επί Βενεδίκτου 16ου, κλιμά­κωση των προκλήσεων του Βατικανού έναν­τι των λοιπών Χριστιανών (ιδιαιτέρως δε των Ορθόδοξων!), καθίσταται ηλίου φαεινότερων ότι, δυστυχώς, εισερχόμεθα σε περίοδο πλήρους αβεβαιότητος, για να μη πούμε πε­ριέργου συσκοτισμού… Πρέπει λοιπόν να το πούμε απερίφραστα, ότι φαίνεται να έχει επι­κρατήσει πλήρως ή γραμμή των σκληροπυ­ρηνικών Καρδιναλίων της Ρωμαϊκής Κουρίας, ή οποία καθιστά πλέον τον Παπισμόν —όχι ως Πρωτείον ενός επισκόπου αλλά ως ιδεολογία αφόρητου ολοκληρωτι­σμού- το όντως ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ πρωτίστως για επανένωση των διηρημένων Χριστιανών, εξ Ίσου δε και για απλώς ειρη­νική ενότητα μεταξύ των, πόσο μάλλον με τους μη Χριστιανούς ή και άθεους».

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ό Παπισμός, ως φορέας σωρείας αιρε­τικών δοξασιών, βρίσκεται έξω άπα τα όρια της Εκκλησίας και, ως εκφραστής ενός εγκοσμιοκρατικού πολιτεύματος, αποτελεί παγκόσμιο κέντρο εξουσίας.
Παρ’ όλη, βέ­βαια, την εξωτερική του λάμψη και δύναμη, κρύβει μέσα του μια τραγική αδυναμία, γιατί απλούστατα στηρίζεται στην πλάνη. Ό δρόμος της επιστροφής στη χαμένη του Ορθο­δοξία περνάει από τη μετάνοια, την οποία, όμως, σήμερα μόνο ως θαύμα μπορεί κανείς να περιμένει από τη σκληρυμένη ολιγαρχία του Βατικανού.

Ωστόσο, οι εξουθενωμένοι από τον πα­πικό ολοκληρωτισμό ετερόδοξοι αδελφοί μας αναζητούν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, την αλήθεια πού ελευθερώνει, πού δίνει νόημα και ομορφιά στη ζωή· την αλήθεια, πού, ως Χριστοζωή και Θεοκοινωνία, διαφυλάσσεται αυθεντική μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μοναδική “Μία, Αγία, Καθο­λική και Αποστολική Εκκλησία” του Χριστού.

Ή αποστολοπαράδοτη πίστη δεν είναι αποκλειστικό κτήμα κανενός. Αποτελεί δω­ρεά του Θεού και ανήκει στην οικουμένη ολόκληρη. Για αυτό πρέπει να φυλάσσεται αναλλοίωτη, ώστε, ως χρέος αγάπης, να προσφέρεται ακέραιη και καθαρή σ’ αυτούς πού την αναζητούν.

Ή απαρασάλευτη, λοιπόν, εμμονή στην ορθόδοξη παράδοση δεν δηλώνει αυτάρε­σκη ομολογιακή εσωστρέφεια. Ούτε ή κατά­δειξη της παπικής πλάνης συνιστά μισαλλο­δοξία ή φανατισμό. Αντίθετα, ή σχετικοποίηση της πίστεως και ή συγκάλυψη των λατινικών κακοδοξιών, πού επιχειρούνται στους οικουμενιστικούς κύκλους, διακυ­βεύουν τη σωτηρία μας και αποτρέπουν τους αδελφούς μας της Δύσεως από την επαφή με τη σώζουσα αλήθεια.

Στους διπλωματικούς ελιγμούς του Βατι­κανού, στις θλιβερές φιλοπαπικές εκδηλώ­σεις ορθοδόξων ηγετών, στους ατελέσφο­ρους Θεολογικούς Διάλογους και στα σύγ­χρονα χαλκεία «ενώσεως των Εκκλησιών» δίχως ενότητα πίστεως, ο Ορθόδοξος Χρι­στιανός αντιτάσσεται με τη θεολογική εγρή­γορση του, την απροσμέτρητη δύναμη της προσευχής του και την ακλόνητη πιότη του στον Δομήτορα της Εκκλησίας, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Συγχρόνως, με τη συνεπή και αγία του ζωή, ομολογεί ταπεινά και θαρ­ρετά τη «φίλη Ορθοδοξία», διακηρύσσον­τας προς κάθε κατεύθυνση το «είναι» της πίστεως του: «Για μας αυτή είναι ή περιουσία μας· Ή πίστη πού μας κληροδότησαν οι πατέρες μας. Αυτή είναι ο πλούτος μας, αυτή ή δόξα μας, αυτή ή γενιά μας, αυτή το στεφάνι μας, αυτή το καύχημα μας! Ένα Βάπτισμα έχουμε, μια πίστη, μια Εκκλησία κι ένα Θεό πού δοξάζουμε τρισυπόστατο» (μο­ναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, 15ος αί).

 
ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου